Η θεραπεία GESTALT: μία πρώτη και πολύ γενική γνωριμία

Ένα κείμενο που πρωτοδημοσιεύθηκε στον ιστότοπο psychoedu.gr

Α. Τι είναι η θεραπεία Gestalt; 
Β. Ποιες είναι οι αρχές της θεραπείας Gestalt;

Β1 Φαινομενολογία – υπαρξισμός
Β2 Φαινομενολογική θεωρία πεδίου
Β3 Υπαρξιακός διάλογος
Β4 Η ψυχολογία gestalt
Β5  Η «επαφή», οι «μισοτελειωμένες υποθέσεις
Β6  Ο «εαυτός», το «όριο της επαφής», το «δυναμικό», οι πολώσεις
Β7  Ολισμός, διασυνδεσιμότητα, οργανισμική θεωρία, δημιουργική προσαρμογή
Β8  Το «καλύτερο» που μπορώ να κάνω, το «λάθος», η «παράδοξη θεωρία της αλλαγής»
Β9  Η επίγνωση
Β10  Άλλες επιρροές
Β11  «Υγεία» στη θεραπεία Gestalt
Β12  «Αρρώστια» στη θεραπεία Gestalt

Γ. Πώς εφαρμόζεται η θεραπεία Gestalt;

Γ1  Στόχοι της θεραπείας Gestalt
Γ2  Ο τρόπος αλληλεπίδρασης ψυχοθεραπευτή – θεραπευόμενο
Γ3  Ο τρόπος προσέγγισης των αιτημάτων του θεραπευόμενου
Γ4  Εργαλεία και «τεχνικές» στη μεθοδολογία της θεραπείας Gestalt

Δ.  Οφέλη, φάσμα του πεδίου εφαρμογών, θέση στο ευρύτερο ψυχοθεραπευτικό πεδίο

Δ1  Τι μπορεί να ωφεληθεί ο θεραπευόμενος από τη θεραπεία Gestalt
Δ2  Το φάσμα της θεραπείας Gestalt
Δ3  Η θεραπεία Gestalt στο ευρύτερο ψυχοθεραπευτικό πεδίο

Επίλογος
Βιβλιογραφία

Α. Τι είναι η θεραπεία Gestalt; 
Γενικά.

Η μορφή ψυχοθεραπείας που συνήθως ονομάζεται απλά «θεραπεία Gestalt», είναι μία από τις λεγόμενες «ανθρωπιστικές» ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις, οι οποίες προς το τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου, έφερναν έναν ευρύτερο ανασχηματισμό της ιδέας της ψυχοθεραπείας.
Επρόκειτο για μία απόκλιση από τα τότε κυρίαρχα μοντέλα, τα οποία πρότειναν συνήθως τρόπους κοινωνικής προσαρμογής. Αντίθετα, στην ανατροπή αυτή αποκτούσε πλέον μεγάλη σημασία η ίδια η διαδικασία της ψυχοθεραπευτικής πράξης, δηλαδή αυτό που συμβαίνει άμεσα κατά τη ζωντανή αλληλεπίδραση ψυχοθεραπευτή – θεραπευόμενου.

Η θεραπεία Gestalt είναι μία μίξη πρακτικών, ιδεών, ψυχολογικών εννοιών, και φιλοσοφικών ρευμάτων (Sils, Lapworth & Desmond, 2012), που ως επί το πλείστον προϋπήρχαν σε άλλες περιοχές γνώσης (Wulf, 1996) ως μία φιλοσοφική βάση ζωής, προτού οι δημιουργοί της θεραπείας Gestalt συγκροτήσουν από όλα αυτά ένα αμάλγαμα με τη μορφή μιας ολοκληρωμένης ψυχοθεραπευτικής θεωρίας (Bowman, 2005).

Το πολύ ξεχωριστό που κατάφεραν οι πρώτοι θεμελιωτές της, Fritz Perls (1893-1970), Laura Perls (1905-1990), Paul Goodman (1911-1992), Isadore From (1918-1993), είναι ο τρόπος που ύφαναν αυτό το νέο αμάλγαμα, δηλαδή ο τρόπος που επέλεξαν και συνδύασαν στοιχεία από ήδη υπάρχοντα συστατικά. Κι ακόμη, ενσωμάτωσαν σ’ αυτό τόσο το Ευρωπαϊκό και Αμερικάνικο φόντο τους όσο και δικές τους ιδέες σε σχέση με την κοινωνική κριτική, τη δυναμική των φύλων, πολλές εξ Ανατολών προσεγγίσεις και πρακτικές.
Έτσι, κατάφεραν να πραγματώσουν μία νέα σύνθεση, με τις διαστάσεις μιας νέας ψυχοθεραπευτικής αλλά και κοινωνικής θεωρίας, με την όλη την αλήθεια, την ορμή και τη σπινθηροβόλα λάμψη του νέου.

Σύντομη ιστορική αναδρομή.

Το πρώτο σημείο ζωής της θεραπείας Gestalt, ήταν το βιβλίο του Fritz Perls (“Ego, Hunger and Aggression”, 1992). Εκεί, η θεραπεία Gestalt εμφανίστηκε ως μία αναθεώρηση της Φροϋδικής Ψυχανάλυσης.
Ωστόσο, η πρώτη συγκροτημένη εμφάνιση των ιδεών και των αρχών της τότε θεραπείας Gestalt ως ένα απολύτως αυτόνομο ψυχοθεραπευτικό σύστημα, τοποθετείται το 1952, στην έκδοση του βιβλίου “Gestalt Therapy: Excitement and Growth in the Human Personality”. Οι συγγραφείς αυτού του βιβλίου ήταν οι Fritz Perls, Ralph Hefferlein (1910-1974) και Paul Goodman, ο οποίος και έγραψε το μεγαλύτερο μέρος του δεύτερου τμήματος του βιβλίου (O’Leary, 1992).

Οι άνθρωποι από τους οποίους γεννήθηκε το ψυχοθεραπευτικό σύστημα Gestalt ζούσαν σε μία εποχή θυελλωδών συνολικότερων αλλαγών. Σ’ έναν αναβρασμό ιδεών, τάσεων, ευρύτερων αντιεξουσιαστικών τάσεων, κινημάτων, ρευμάτων και συνθηκών, ο οποίος ευνοούσε την ανάπτυξη πάμπολλων νέων καναλιών επικοινωνίας και τη σύνδεση διαφόρων περιοχών γνώσης. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την ευρύτερη τότε κοινωνικοπολιτική κατάσταση συνιστούσαν αυτό που συνήθως ονομάζεται «πνεύμα της εποχής» (“Zeitgeist”).
Αυτό το πολύ ευρύ πλαίσιο εκείνης την ταραχώδους μεταπολεμικής περιόδου ήταν το φόντο από το οποίο αναδύθηκε η θεραπεία Gestalt, η οποία ήταν κατά μέρος και μία πολιτική και αντιεξουσιαστική θεωρία.

Από το «τότε» στο «τώρα».

Η ανάγκη γρήγορης εξάπλωσης ανά τον κόσμο της νέας αυτής ψυχοθεραπείας, είχε και δυσάρεστα αποτελέσματα, τα οποία μέχρι και σήμερα άφησαν κάποιες εσφαλμένες πλέον εντυπώσεις. Οι φυσιολογικά ενυπάρχουσες αδυναμίες του αρχικού θεωρητικού κορμού της θεραπείας Gestalt, η ασάφεια τού τι ακριβώς σήμαινε «θεραπευτής Gestalt» και η έλλειψη κεντρικών φορέων πιστοποίησης, είχαν αρκετές συνέπειες (Yontef, 1993).   

Μία από αυτές, ήταν ότι διάφοροι ερασιτέχνες απατεώνες αυτοχρίζονταν «θεραπευτές Gestalt» κάνοντας οτιδήποτε αυθαίρετα θεωρούσαν ότι ταίριαζε στο πνεύμα της νέας αυτής προσέγγισης. Το αποτέλεσμα ήταν συχνά μία παρωδία ψυχοθεραπείας, κατά την οποία συχνά επικρατούσε η εσφαλμένη εντύπωση ότι ψυχοθεραπεία είναι η συναισθηματική κάθαρση, το να χτυπά θυμωμένα κάποιος μαξιλάρια ή να ουρλιάζει ή να εμπλέκεται σε διάφορες τεχνικές.

Μία άλλη συνέπεια ήταν ότι η θεραπεία Gestalt ταυτίστηκε πολύ με το μοντέλο δουλειάς του Perls. Παρότι υπήρξε ιδιοφυής θεωρητικός και χαρισματικός ψυχοθεραπευτής, δούλευε με έναν τρόπο που ήταν θεαματικότατος, εντυπωσιακός, συχνά επιθετικός, αλαζονικός και παρεμβατικός.
Συχνά, ακόμα και σήμερα υπερτονίζεται η συμβολή της χαρισματικής προσωπικότητας του Perls – παρά την αδιαμφισβήτητα πάρα πολύ μεγάλη της σημασία στη δημιουργία της θεραπείας Gestalt (Bowman, 2005). Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την  με την τεχνική της «άδειας καρέκλας», την οποία κατά πολλούς υιοθέτησε ο Perls ως μία παραλλαγή τεχνικών του ψυχοδράματος του Jacob Moreno (1889-1974).
Σημειωτέον πως ο ίδιος ο Perls δεν θεωρούσε ότι εφηύρε ούτε τη θεωρία της θεραπείας Gestalt ούτε το περιεχόμενό της.

Το αποτέλεσμα ήταν ότι η θεραπείας Gestalt πήρε τότε το στίγμα μιας βίαιης παρέμβασης. Άλλωστε, γι’ αυτό και τότε η θεραπεία Gestalt χαρακτηριζόταν με την έκφραση “boom-boom-boom therapy” (Yontef, 1993). Επίσης, ταυτίστηκε με διάφορα ρεύματα της ποπ-ψυχολογίας εκείνης της εποχής, ενώ στους κόλπους της υποβαθμίστηκαν σημαντικές αντιθέσεις και κενά.

Σταδιακά και μέχρι σήμερα, επήλθαν καθοριστικότατες αλλαγές (Yontef, 1993). Ο τρόπος του Perls θεωρήθηκε απλά ως μόνο μία από τις εκδοχές της θεραπείας αυτής, χωρίς να μειώνεται διόλου η συνεισφορά της ιδιοφυΐας του στη δημιουργία του πυρήνα της. Και η θεραπεία Gestalt προχώρησε παραπέρα.

**Ανέπτυξε και αποσαφήνισε πάρα πολύ το θεωρητικό της πεδίο.
**Η χρήση των τεχνικών είναι πλέον πάρα πολύ περιορισμένη και κυρίως προσεχτικότερη.
**Το φάσμα της θεραπείας Gestalt διευρύνθηκε πολύ.
**Οι εκπαιδευτικοί της φορείς της οργανώθηκαν άψογα.
**Δόθηκε ξεχωριστή σημασία στη θεραπεία Gestalt με ομάδες.

Φυσικά, οι θεωρητικές και φιλοσοφικές διαφορές μέσα στους κόλπους της θεραπείας Gestalt εξακολουθούν να υπάρχουν. Όμως, πλέον ζυμώνονται δημιουργικά μέσα σε ένα σαφές, γενικώς παραδεκτό και ενιαίο ευρύτερο πλαίσιο του τι είναι «θεραπεία Gestalt», το οποίο «χωρά» αντιθέσεις και διαφορές των ποικίλων ρευμάτων που απαρτίζουν τον κορμό της.


Β. Ποιες είναι οι αρχές της θεραπείας Gestalt; 

Θα ήταν σκόπιμο, για λόγους συστηματικότερης παρουσίασης, να πούμε ότι το θεωρητικό μέρος της θεραπείας Gestalt αποτελείται από στοιχεία διαφόρων χώρων και πεδίων γνώσης, με περισσότερο ή λιγότερο άμεση συμμετοχή και επιρροή στο οικοδόμημα αυτό.

Σε ό,τι έπεται, θα δούμε κάποιες από τις κεντρικές ιδέες των χώρων αυτών, οι οποίες συνιστούν και τις αρχές της θεραπείας Gestalt, οι οποίες και παρουσιάζονται εδώ σε σχέση με τον χώρο από τον οποίο προέρχονται.

 

Β1 Φαινομενολογία – υπαρξισμός

Το φιλοσοφικό ρεύμα της φαινομενολογίας υπήρξε καθοριστικό για το πώς εμείς οι άνθρωποι τι είναι «πραγματικό» και πώς δημιουργούμε τον κόσμο στον χώρο της προσωπικής μας εμπειρίας. Η φαινομενολογία άλλαξε πολύ από τότε που πρωτοεμφανίστηκε ως σύστημα σκέψης από τον Edmund Husserl (1859-1938) και γέννησε διάφορους εναλλακτικούς κλάδους.

Ένας από αυτούς είναι και το φιλοσοφικό ρεύμα του «υπαρξισμού», όπως διαμορφώθηκ από πολλούς στοχαστές που ανέπτυξαν με τον δικό τους τρόπο τις ιδέες του Husserl. Ο υπαρξισμός ανέδειξε τον «άνθρωπο – πρόσωπο», την ξεχωριστή και πολύτιμη οντότητα του καθένα μας.
Η θεραπεία Gestalt κρατά στον πυρήνα της πολλές ιδέες του υπαρξισμού, ιδιαίτερα από την επί μέρους κατεύθυνσή του που έχει να κάνει με το ζήτημα της προσωπικής ευθύνης στις επιλογές μας και με τη σημασία του δεσμού και διαλόγου με τους άλλους ανθρώπους, με τα πράγματα, με ό,τι αποτελεί τον κόσμο.

Μία θεμελιακή φαινομενολογική αρχή της θεραπείας Gestalt είναι η ιδέα ότι, ενώ υπάρχει όντως «εκεί έξω» μια φυσική πραγματικότητα με εμάς να είμαστε στοιχεία της. Ωστόσο, αν και ο ίδιος αυτός φυσικός αυτός κόσμος είναι διαθέσιμος σε όλους μας, γίνεται αντιληπτός και νοηματοδοτείται διαφορετικά από τον καθένα μας (Spinelli, 2005).

Μία δεύτερη φαινομενολογική αρχή της θεραπείας Gestalt είναι ότι πρώτα αγγίζουμε άμεσα, ζωντανά τον κόσμο με τις αισθήσεις μας και ύστερα αποκτά εικόνα και νόημα στον νου μας.

Για τη θεραπεία Gestalt, φαινομενολογικά, «είμαι» ό,τι βιώνω εδώ και τώρα, ο κόσμος για μένα υπάρχει μόνο από τη στιγμή και με τον τρόπο που τον βιώνω. Έτσι, κανένα φαινόμενο δεν μπορεί να παρατηρηθεί «αντικειμενικά», αφού το ίδιο το γεγονός της παρατήρησης παράγει ένα άλλο φαινόμενο. Κανείς μας δεν γνωρίζει «αντικειμενικά» τον κόσμο. Γνωρίζει μόνο το πώς τον χτίζει στη δική του αντίληψη.

Έτσι, η θεραπεία Gestalt δεν ερμηνεύει, αλλά μελετά την διαρκώς μεταβαλλόμενη φύση της ανθρώπινης εμπειρίας εστιάζοντας στη «διαδικασία» της σύνθεσής της και στην υποκειμενικότητα αυτού που ονομάζουμε «πραγματικότητα».

Εφόσον στη φαινομενολογική ματιά «είμαι» ότι βιώνω ζωντανά, άμεσα, έρχεται στο προσκήνιο ένας σπουδαίος κοινός παρονομαστής σε όλες τις πτυχές της θεραπείας Gestalt: η επικέντρωση στο παρόν.

Φαίνεται ότι η ανθρώπινη εμπειρία συντίθεται πάντα σε παρόντα χρόνο, ακόμη και όταν αναφερόμαστε σε μνήμη παρελθοντικών γεγονότων. Κάθε μνήμη, από μόνη της, δεν είναι ένα βιωματικό γεγονός. Όσο κοιμάται, είναι κάτι νεκρό για την προσωπική μας πραγματικότητα. Η ανάκληση όμως μιας μνήμης, ασχέτως με το ότι το περιεχόμενό της αναφέρεται σε παρελθοντικά γεγονότα, είναι ένα βίωμα, μία πράξη σε κάποιο εδώ και τώρα.

 

Β2 Φαινομενολογική θεωρία πεδίου

Πρόκειται για το ενιαίο θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο συντίθενται οι ιδέες σχετικά με τη φύση της προσωπικής πραγματικότητας του καθένα μας (Yontef, 1993).
Η έννοια του «πεδίου», στη φυσική, έχει τις ιδέες της σχέσης και διασυνδεσιμότητας, της κίνησης, της μεταβολής. Η εμφάνιση όμως αυτής της έννοιας δεν υπήρξε καθοριστική μόνο για τη φυσική. Οι σημασίες της εξελίχτηκαν θεαματικά με αποτέλεσμα το «πεδίο» να γίνει ένα σπουδαίο εννοιολογικά μέσο, εξαιρετικά χρήσιμο σε πάρα πολλούς άλλους χώρους, ακόμα και στην ψυχολογία.

Έτσι, η έννοια του πεδίου στη θεραπεία Gestalt συνδυάζεται με κεντρικές ιδέες της φαινομενολογίας – εξ ου και τα δύο συνθετικά του όρου.

Στη θεραπεία Gestalt, το πεδίο υπογραμμίζει τη διασυνδεσιμότητα και της αλληλεπίδρασης των πάντων. Το πεδίο είναι όλα όσα υπάρχουν. Όλα τα πράγματα, δεν είναι «μέσα» στο πεδίο αλλά είναι «του» πεδίου, ως οργανικά του συστατικά. Κάθε τι δε, αλληλεπιδρά ασταμάτητα με ό,τι το περιβάλλει.

Στο πεδίο περιλαμβάνονται επίσης και οι αντιλήψεις μας για εμάς τους ίδιους και το περιβάλλον μας.
Μία από τις σπουδαιότερες συνεισφορές του Fritz Perls ήταν η αναγνώριση του ότι δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τους ανθρώπους ή τα συστήματα της οικογένειας και της κοινωνίας, αν δεν δούμε οτιδήποτε δυναμικά μέσα στο πεδίο του, πώς διαντιδρά με ό,τι το περιβάλλει (πώς «οργανώνει» το πεδίο του – Perls, 1969).

 

Β3 Υπαρξιακός διάλογος

Ο «διάλογος» είναι μία έννοια που υπήρξε από πολύ παλιά αντικείμενο φιλοσοφικού προβληματισμού. Από τις αρχές του περασμένου αιώνα αναπτύχθηκε μία ολιστική και υπαρξιακή αντίληψή του, ως μία πολυεπίπεδη και αναπτυσσόμενη διαδικασία, κατά την οποία δύο άνθρωποι που συναντιούνται ζωντανά συνθέτουν μαζί (συνδημιουργούν) το νόημα των όσων διαμείβονται κατά τη συνάντηση.

Ο τρόπος «στάσης» του ενός προς τον άλλον (άρα και η στάση του ψυχοθεραπευτή) επηρεάστηκε στη θεραπεία Gestalt καθοριστικά από την περί διαλόγου σκέψη του Martin Buber (1878-1965), όπως και του Emmanuel Levinas (1906-1995).

Η θεραπεία Gestalt έχει υιοθετήσει την ιδέα του Buber, κατά την οποία ο σκοπός του διαλόγου δεν είναι απλώς να εκφράζει κάποιος τις απόψεις του ή να οδηγεί σε συμπεράσματα. O διάλογος κυρίως αφορά στην αυθεντική ανθρώπινη σχέση, ως προϋπόθεσή της και τρόπος να είναι ένα πρόσωπο ανοιχτό στο άλλο πρόσωπο και να δεσμεύεται στη διαδικασία της συνάντησης.
Έτσι, στη θεραπεία Gestalt, η «διαλογική στάση» (“dialogical attitude”) χαρακτηρίζεται από δύο «θέσεις» που εναλλάσσονται φυσιολογικά στη ζωή: «Εγώ-Εσύ» (“I-Though”) και «Εγώ-αυτό» (“I-it”).

Στην «Εγώ-αυτό» θέση εστιαζόμαστε στον στόχο της συνάντησης και όχι στον άλλο πόλο της, ενώ ενίοτε αντικειμενοποιούμε τον ΄Άλλον.
Στην «Εγώ-Εσύ» θέση, εστιαζόμαστε στην ύπαρξή μας μέσα στη σχέση. Αποδεχόμαστε τον Άλλον ως έναν κόσμο ολόκληρο, απροσπέλαστο και εντελώς διαφορετικό από τον δικό μας. Έναν κόσμο τον οποίο επιθυμούμε ειλικρινά να γνωρίσουμε μέσα από τη ζωντανή και ρέουσα συνάντησή μας, με ανοιχτή διάθεση, με σεβασμό, καταθέτοντας την παρουσία μας, έτοιμοι να συνδημιουργήσουμε έναν σχεσιακό «χώρο» συνάντησης, ο οποίος θα συμπεριλαμβάνει και τους δυο μας.

Ενώ στην πραγματικότητα της ζωής χρειαζόμαστε και τις δύο θέσεις, ο ψυχοθεραπευτής υιοθετεί στη θεραπεία Gestalt σαφώς την «Εγώ-Εσύ».

 

Β4 Η ψυχολογία gestalt

Η ψυχολογία gestalt ήταν ένα ρεύμα στην ψυχολογία, που άρχισε να αναπτύσσεται το 1910 στη Γερμανία, εστιάζοντας κυρίως στο πώς ο άνθρωπος έχει την τάση να οργανώνει πληροφορίες και ερεθίσματα σε ένα ενιαίο αντιληπτικό «όλον», σε «μορφές».
Η θεραπεία Gestalt υιοθέτησε και συγχώνευσε αρκετά στοιχεία από την ψυχολογία Gestalt. Άλλωστε, πήρε το όνομά της από τον όρο “gestalt” που σημαίνει όλον ή ολοκληρωμένη μορφή.

Δηλαδή, μία “gestalt” είναι ένα κεντρικό «θέμα» στην αντίληψη, το οποίο προσλαμβάνεται διαφορετικά και αποκτά διαφορετικό νόημα, ανάλογα με το φόντο ως προς το οποίο αναδύεται στην αντίληψη.
Ωστόσο, υπάρχουν βασικές διαφορές ανάμεσα στην ψυχολογία gestalt και τη θεραπεία Gestalt. Για παράδειγμα, η πρώτη υποστηρίζει τη δυϊκή άποψη για τη σχέση νου και σώματος, ενώ η δεύτερη θεωρεί ότι ο νους και το σώμα συνιστούν ένα όλον.

Σε κάθε περίπτωση, η ιδέα της ψυχολογίας Gestalt για την αδιάσπαστη ενότητα μορφής και φόντου ως τρόπος λειτουργίας της αντίληψής μας, μεταλαμπαδεύτηκε στη θεραπεία Gestalt ως η πυρηνικής σημασίας αρχή της για το πώς βλέπει την ανθρώπινη εμπειρία: οτιδήποτε βιώνουμε δεν αιωρείται στο πουθενά, αλλά βιώνεται και νοηματοδοτείται ανάλογα με το ευρύτερο φόντο από το οποίο αναδύεται.

Στη θεραπεία Gestalt το φόντο αυτό είναι ό,τι είμαι ευρύτερα: σκέψεις, συναισθήματα, εσωτερικά  και εξωτερικά ερεθιίσματα, η φυσιολογία του σώματος, οι παρελθοντικές εμπειρίες, οι πεποιθήσεις, η κουλτούρα που έχει αφομειωθεί, το περιβάλλον σε μία δεδομένη στιγμή, αυτό που μόλις έχει συμβεί, όλα αυτά, σχηματίζουν το μεταβαλλόμενο φόντο επάνω στο οποίο χτίζουμε τις παροντικές μας εμπειρίες.
Ο θυμός μου για το κυκλοφοριακό και το μποτιλιάρισμα βιώνεται διαφορετικά, τόσο ανάλογα με το φόντο πεποιθήσεων και αξιών μου, όσο και με το τι έχει προηγηθεί. Είναι αλλιώς αν μόλις πριν λίγο έχω μάθει ότι κέρδισα στο λαχείο από ό,τι αν έχω μάθει ότι με χώρισε η γυναίκα μου ή με έδιωξαν από τη δουλειά μου.

 

Β5  Η «επαφή», οι «μισοτελειωμένες υποθέσεις»

Στη θεραπεία Gestalt, από το φόντο μου σε μια δεδομένη στιγμή, αναδύεται μία ανάγκη (σωματική, συναισθηματική κλπ). Η ανάγκη αυτή τείνει να οργανώσει την παροντική μου αντίληψη μαζί με ό,τι μόλις έχει συμβεί καθώς και με την κινητική μου συμπεριφορά, ώστε να κινητοποιηθώ και να προσανατολιστώ προς το περιβάλλον για  να δράσω και να ικανοποιήσω την ανάγκη αυτή.
Καθώς δε ενοποιούνται όλα αυτά τα στοιχεία, είδαμε ότι σχηματίζεται σταδιακά ένα όλον, μία «μορφή» εμπειρίας, μία gestalt (O’ Leary, 1992).

Ανάλογα με τη μορφή αυτή είναι και η πράξη μου, καθώς μπαίνω σε μία εξελισσόμενη διαδικασία «επαφής» με το περιβάλλον μου.
Μετά την επαφή, η μορφή που σχηματίστηκε βυθίζεται στο φόντο της εμπειρίας μου και δημιουργείται «χώρος» για να αναδυθεί κάτι νέο.

Η διαδικασία επαφής, μέσα από τον σχηματισμό μορφών, είναι συνεχής και περιλαμβάνει διάφορες φάσεις σύνθεσης και αποδόμησης των μορφών (Latner, 2000).

Η θεραπεία Gestalt στηρίζεται ολόκληρη στην ιδέα ότι αυτός ο διαρκώς εξελισσόμενος κύκλος επαφής φέρνει την ανάπτυξη, τροφοδοτώντας τον άνθρωπο με το «νέο», το καινούριο, το οποίο όλοι μας μεταβολίζουμε, πετούμε ό,τι δεν χρειάζεται και αφομοιώνουμε το υπόλοιπο. Όλοι οι ζώντες οργανισμοί χρειάζονται θεμελιωδώς το νέο, εφόσον ζούμε σε ένα σύμπαν ασταμάτητης κίνησης, ασταμάτητων μεταμορφώσεων – στασιμότητα χωρίς ανανέωση ερεθισμάτων, σημαίνει θάνατο των ζώντων οργανισμών.

Έτσι, το νέο στην ανθρώπινη εμπειρία είναι η τροφή της ύπαρξής μας, αφού φέρνει διέγερση, ενδιαφέρον (Fairfield, 2004), κίνηση και ανανέωση σε όλα τα επίπεδα.

Όταν η επαφή είναι αβίαστη και ολοκληρωμένη στην κάθε φάση της, ο οργανισμός ευημερεί και αναπτύσσεται διαρκώς: οι μορφές της εμπειρίας είναι καθαρές, διαυγείς, έντονες.
Αντίθετα, οι διακοπές του «κύκλου επαφής» σε οποιαδήποτε σημεία και φάσεις του, συνεπάγονται τον σχηματισμό ατελών μορφών κατά τη διαδικασία της (επιθυμώ κάποιον και δεν του το λέω, δεν εκφράζω τον θυμό μου, δεν οριοθετούμαι, έχω κάποιον στόχο και δεν κάνω τίποτα για αυτό, κλπ).

Οι τρόποι παρεμπόδισης της επαφής δεν θεωρούνται στη θεραπεία Gestalt ακριβώς «άμυνες» με τη λογική του όρου στην Ψυχανάλυση. Είναι απλώς τρόποι που ο θεραπευόμενος χρησιμοποίησε κάποτε για να επιβιώσει σε δεδομένες καταστάσεις. Στις τότε καταστάσεις μπορεί να ήταν χρήσιμοι, όμως καθώς τα πράγματα και οι άνθρωποι αλλάζουμε, αυτό που κάποτε μπορεί να ήταν χρήσιμο, ίσως τώρα να είναι ένας ανασταλτικός αυτοματοποιημένος μηχανισμός.

Ίσως κάποτε ήταν αναγκαίο να μην εκφράζω τα συναισθήματά μου για να επιβιώσω σε μία συνθήκη στην οποία θα ήταν κατακριτέα, αλλά αν τώρα, στην παροντική μου συνθήκη συνεχίζω να το κάνω, μάλλον με εμποδίζει να σχετίζομαι με τους άλλους αυθεντικά.
Οι τρόποι αυτοί είναι συγκεκριμένοι στη θεραπεία Gestalt – ενδεικτικά και μόνο: προβολή, ενδοβολή, αναστροφή, ανάκλαση, εγωτισμός.

Στη θεραπεία Gestalt βασική αρχή είναι ότι μη ολοκληρωμένες μορφές παραμένουν «ανοιχτές», δεν ξαναβυθίζονται στο φόντο, γίνονται «μισοτελειωμένες υποθέσεις μας» (Hatcher & Himelstein, 1976, Θεοδώρου, 2019), απορροφώντας ενέργεια που θα μπορούσε να ξοδεύεται για επαφή στο παρόν. Πένθη που δεν ολοκληρώθηκαν, συναισθήματα που δεν εκφράστηκαν ή που κρατιούνται μακριά από την επίγνωση, επιθυμίες που δεν αναδύθηκαν, είναι κι άλλα παραδείγματα ανολοκλήρωτων μορφών.

Έτσι, ολόκληρες περιοχές της ύπαρξής μας παραμένουν παγωμένες στον χρόνο, αποξενωμένες από την εμπειρία μας («δεν μπορώ να καταλάβω γιατί πάντα ενεργώ έτσι…», «κάτι με κάνει να συμπεριφέρομαι αλλιώς από αυτό που νιώθω ότι χρειάζομαι να κάνω…», κλπ).

 

Β6  Ο «εαυτός», το «όριο της επαφής», το «δυναμικό», οι πολώσεις    

Η θεραπεία Gestalt υιοθέτησε και ανέπτυξε περαιτέρω πολλές ιδέες για έναν «σχεσιακό εαυτό», έναν εαυτό διόλου στατικό αλλά που διαρκώς «γίνεται», έναν «εαυτό – διαδικασία»  (Meyer, 1997) ο οποίος δεν είναι ένα σύνολο παγιωμένων χαρακτηριστικών το οποίο φέρω «μέσα μου».
Έτσι, ο  εαυτός μου δεν είναι μια «ιδέα», αλλά γεννιέται από τη ζωντανή σχέση μου με τον κόσμο, καθώς αλληλεπιδρώ ακατάπαυστα με τα πράγματα του κόσμου αυτού. Μάλιστα, από τη στιγμή που ο εαυτός μου είναι προϊόν της σχέσης μου με όλα όσα με περιστοιχίζουν, θα λέγαμε πως είναι κάτι που «δεν μου ανήκει» αποκλειστικά.

Είναι μάλλον μία «ιδιότητα» (μία συνάρτηση) του όλου που αποτελώ μαζί τους. Και επειδή η σχέση μου με τα πράγματα διαρκώς αλλάζει καθώς ρέει η εμπειρία μου, ο σχεσιακός εαυτός είναι ένας «βιωματικός» εαυτός, ο οποίος συντίθεται διαρκώς στο νοητό όριο όπου συναντιέται το άτομο με τον κόσμο (στο «όριο της επαφής» του με το περιβάλλον).

Ο ρόλος του είναι να φροντίζει, να τακτοποιεί, να οργανώνει όλα όσα συμβαίνουν καθώς σχετιζόμαστε διαρκώς με ό,τι νιώθουμε να είναι «μη εγώ». Ο εαυτός είναι ο στρατηγός που αναλαμβάνει την πράξη της κάθε στιγμής μας στη ζωή.

Οπότε, στην καθημερινή μας πράξη συνθέτουμε και εκδηλώνουμε κάθε στιγμή μία «όψη» εαυτού, μέσω της οποίας αποκρινόμαστε σε ό,τι συμβαίνει. Η πίστη και η εμπιστοσύνη στο δυναμικό αυτών των όψεων είναι μία σπουδαία τοποθέτηση στη θεραπεία Gestalt, γιατί αυτό το δυναμικό δεν μπορεί παρά να είναι άπειρο – όσες και οι στιγμές μας. Αυτό που τώρα βιώνω, αναδεικνύει κυρίως τον γενναίο μου εαυτό, την άλλη στιγμή τον λογικό, τον φοβισμένο, τον ρομαντικό, τον κυνικό κλπ.

Το δυναμικό είναι στην ουσία «αυτό που εν δυνάμει μπορώ να γίνω», η «παλέτα» των τωρινών αλλά και όλων των δυνατών τρόπων αλληλεπίδρασης στις διάφορες καταστάσεις και τα γεγονότα ζωής, είναι η απειρία των υφιστάμενων και εν δυνάμει εκδηλώσεών μου ως δρων πρόσωπο, είναι όλες οι δυνατές εκφράσεις του Εαυτού στις διάφορες καταστάσεις ζωής.
Έτσι, εφόσον το δυναμικό είναι άπειρο, στη θεραπεία Gestalt σημαίνει ότι η αλλαγή του θεραπευόμενου είναι εν δυνάμει εφικτή – ίσως όχι τώρα, άμεσα, αλλά σίγουρα, κάποια στιγμή και στην κατάλληλη συνθήκη, όλοι μας μπορούμε να εκφράσουμε όψεις μας που παρέμεναν ακινητοποιημένες.

Από τη στιγμή που κάποια όψη εαυτού περιλαμβάνει όλα όσα «είμαι» σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, περιλαμβάνει και όλα όσα νιώθω. Όταν περιγράφω συναισθήματα ή πλέγματα συναισθημάτων χρησιμοποιώντας εκφράσει όπως «φοβάμαι», «δεν τολμώ να θυμώσω», «χαίρομαι σαν παιδί», «δεν αντέχω τη λύπη μου», «θέλω αλλά δεν μπορώ» κλπ, επί της ουσίας αναφέρομαι σε συστατικά στοιχεία κάποιων αντίστοιχων όψεων του εαυτού μου.

Για τη θεραπεία Gestalt, τα συναισθήματά μου στις άπειρες αποχρώσεις και συνδυασμούς τους, δεν είναι κάποιο είδος αόρατης «βαφής» της εμπειρίας μου. Είναι συστατικά στοιχεία των όψεων εαυτού που εκδηλώνω κάθε στιγμή (Θεοδώρου, 2020).

Έτσι, ο σχεσιακός εαυτός ενός προσώπου δεν είναι κάποια τέλεια αθάνατη και πραγματική ουσία του προσώπου, η οποία κατά καιρούς φανερώνεται στον ατελή μας κόσμο και, μετά το θάνατο, επιστρέφει και πάλι στη διάσταση όπου υπάρχουν μόνο οι καθαρές ουσίες. Στη θεραπεία Gestalt, ο εαυτός αναδύεται στην αμεσότητα της πράξης και όχι στη σκέψη περί της πράξης (Philippson, 2009).

 

Β7  Ολισμός, διασυνδεσιμότητα, οργανισμική θεωρία, δημιουργική προσαρμογή 

Τον όρο “ολισμός” καθιέρωσε το 1926 ο Jan Smuts (1870-1950). Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μία θεμελιακή τάση στο σύμπαν, σύμφωνα με την οποία τα πράγματα τείνουν να σχηματίζουν σύνολα και υποσύνολα (Smuts, 2013). Ο ολισμός υπήρξε πρόδρομος ενός συναρπαστικού και ευρύτερου σημερινού τρόπου σκέψης, ο οποίος λέγεται «θεωρία συστημάτων» (Hoell, 2016) – λέγοντας «όλον», είναι ένας άλλος τρόπος να λέμε «σύστημα».

Ο ολισμός είναι μία αντίληψη του κόσμου και των πραγμάτων που βασίζεται στη σχέση – όπως και άλλες έννοιες για τις οποίες ήδη μιλήσαμε, πχ η φαινομενολογική θεωρία πεδίου. Κάθε όλον εμπεριέχεται σε ένα ευρύτερο όλον, ενώ τα συστατικά του αλληλεπιδρούν τόσο μεταξύ τους όσο και με το όλον το οποίο αποτελούν.
Δυο αδέλφια σε μία οικογένεια είναι ένα όλον και δυο γονείς ένα άλλο· και οι τέσσερις σχηματίζουν το όλον της οικογένειας. Το κάθε μέρος της οικογένειας αλληλεπιδρά με όλα τα άλλα και με την οικογένεια ολόκληρη – τη διαμορφώνει και διαμορφώνεται από αυτήν.

Στoν ολιστικό προσανατολισμό της θεραπείας Gestalt, η ανθρώπινη εμπειρία είναι ένα ολιστικό φαινόμενο που πάντα εγγράφεται στον νου, το σώμα και το συναίσθημά μας.

Γενικότερα, οι βασικές αρχές του ολισμού είναι πυρηνικής σημασίας στη θεραπεία Gestalt. Για παράδειγμα, κάθε όλον είναι μία αυτόνομη οντότητα και έχει γνωρίσματα διαφορετικά από αυτά των συστατικών του. Οπότε κάθε ον είναι κάτι διαφορετικό από το αριθμητικό άθροισμα των συστατικών που το αποτελούν. Αν δηλαδή κόψω σε κομμάτια το υλικό και το άυλο μέρος ενός ανθρώπου, τα μελετήσω και βάλω μαζί τα αποτελέσματα της μελέτης μου, αυτό που θα πάρω δεν θα είναι αυτός ο άνθρωπος ως ολότητα.

Αυτό σημαίνει ότι ο κάθε άνθρωπος είναι απολύτως μοναδικός, διαθέτοντας έναν απολύτως δικό του προσωπικό κόσμο και τη δική του ροή ατομικής εμπειρίας στιγμή τη στιγμή.

Μία ακόμα μεγάλης σημασίας ιδέα που έχει τη ρίζα της στον ολισμό, είναι ότι καθώς όλα τα μέρη ενός όλου διαρκώς επιδρούν το ένα στο άλλο, είναι σαν το όλον κατά κάποιον τρόπο να εξερευνά από το παρόν του αυτοσχεδιαστικά, με διάφορες δοκιμές, πολλές πιθανές καταστάσεις εξέλιξης στον χρόνο. Έτσι, ο κάθε άνθρωπος αναζητά μία μη «προσχεδιασμένη» διάδοχη κατάσταση στην οποία να ισορροπούν όσο γίνεται πιο αρμονικά όλα τα συστατικά του – μία ιδιότητα που λέγεται «αυτοοργάνωση».

Στη θεραπεία Gestalt η διαδικασία αυτοοργάνωσης περιγράφεται με τους όρους «αυτορύθμιση» και «δημιουργική προσαρμογή» (Perls, Hefferline & Goodman, 1951). Εδώ, η λέξη «προσαρμογή» δεν έχει κάποια αρνητική ή παθητική χροιά, αλλά απλώς εκφράζει τον δυναμικό χαρακτήρα των σχέσεών μας με τον κόσμο, τον τρόπο της εναρμόνισής μας μαζί του καθώς κινούμαστε μέσα του.

Μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της ολιστικής σκέψης, υπάρχει και η οργανισμική θεωρία (Kurt Goldstein, 1878-1965), η οποία δίνει ξεχωριστή έμφαση στο ότι κάθε οργανισμός είναι τα διάφορα μέρη από τα οποία συνίσταται, «συν» το άθροισμα όλων αυτών των συστατικών. Οπότε, όταν κάποιο μέρος του οργανισμού αρρωσταίνει, επηρεάζονται όλα τα άλλα.
Η θεραπεία Gestalt επηρεάστηκε πολύ από την ιδέα της οργανισμικής ακεραιότητας της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ιδιαίτερα από τις ιδέες του Goldstein περί «αυτο-πραγμάτωσης» του ανθρώπου και έκφρασης του δυναμικού του (ιδέες που προεξάρχουν και σε άλλες ανθρωπιστικές προσεγγίσεις).
Έτσι, ο ψυχοθεραπευτής βλέπει μπροστά του τον άνθρωπο – οργανισμό ως σύνολο μεγαλύτερο  από τα γνωρίσματά του και μία ομάδα – οργανισμό ως σύνολο μεγαλύτερο από το άθροισμα των μελών της.

Ο ολισμός εκ των πραγμάτων θεωρεί τα πάντα σε σύνδεση μεταξύ τους (όπως και η φαινομενολογική θεωρία πεδίου – βλ. Β2). Ωστόσο, η διασυνδεσιμότητα των πάντων, δεν αποκλείει την υποκειμενική βίωση της ατομικής ύπαρξης (Theodorou, 2019).
Αν και στην ουσία μου συνδέομαι με τα πάντα, από τη δική μου οπτική γωνία, ξεχωρίζω από οτιδήποτε άλλο. Μέσα μου, νιώθω να είμαι «εγώ» και όλα τα άλλα να είναι ««έξω» από εμένα, να είναι «μη-εγώ».
Το ίδιο ισχύει για σένα: με βλέπεις, εμένα και όλους τους άλλους, ως κάτι «έξω» από σένα. Πρόκειται για μια απολύτως προσωπική αίσθηση, η οποία (α) γεννιέται ψυχολογικά, μόνο στην ιδιωτική μου πραγματικότητα, (β) έχει κάποιο νόημα μόνο από τη δική μου θέση θέασης, και (γ) είναι προσπελάσιμη μόνο από εμένα τον ίδιο.

 

Β8  Το «καλύτερο» που μπορώ να κάνω, το «λάθος», η «παράδοξη θεωρία της αλλαγής»

Στον ολιστικό προσανατολισμό της θεραπείας Gestalt ο νους, το σώμα και τα συναισθήματά μας, το συνειδητό μας μέρος και όλα όσα γίνονται μη συνειδητά μέσα μας, είναι στοιχεία του αδιάσπαστου όλου που συνιστά ο κάθε άνθρωπος. Έτσι, δεν βαδίζουμε στον χρόνο μας με βάση μόνο τους νοητικούς μας σχεδιασμούς και προσδοκίες. Η κάθε νέα μας θέση στον χρόνο αποσκοπεί στην ισορροπία όλων των στοιχείων της οντότητάς μας, είτε αυτό ευχαριστεί τον νου μας είτε όχι.

Πολύ συχνά, όταν δίνουμε υπερβολική έμφαση στην κυριαρχία του νου, δυσαρεστούμαστε καθώς βλέπουμε ότι ενώ έχουμε αποφασίσει νοητικά να πάμε προς τα «εκεί», τελικά πηγαίνουμε προς τα «εδώ». Αυτό συμβαίνει γιατί όσο και αν ο νους μας το κατανοεί ή όχι, το «εδώ» εκφράζει περισσότερο την ολότητά μας. Θέλω να έρθω να σου τα «ψάλλω», είμαι αποφασισμένος, αλλά όταν σε βλέπω απλώς σου λέω πόσο σε αγαπώ.

Έτσι, σπουδαία αρχή της θεραπείας Gestalt είναότι πάντοτε, εκεί που πηγαίνουμε από τη μία στιγμή μας στην επόμενη, είναι η «καλύτερη» θέση» στην οποία τώρα θα μπορούσαμε να είχαμε πάει ως ένα αδιάσπαστο όλον και όχι ως αυτό που εμείς θεωρούμε ότι είμαστε. Σε μια άλλη στιγμή, θα είναι διαφορετική η «καλύτερη» αυτή θέση.
Όποτε, κάθε δημιουργική προσαρμογή μας σε δεδομένη κατάσταση και στιγμή είναι αξιωματικά η «καλύτερη», με την έννοια του ότι εκφράζει το σύνολο αυτού που είμαστε – ακόμα και αν αυτό το σύνολο διαφέρει από την ίδια μας τη συνειδητή αυτοεικόνα.

Αν δηλαδή για να επιβιώνω είμαι αλκοολικός, το ότι πίνω δεν παύει να είναι η καλύτερη δυνατή δημιουργική προσαρμογή μου – απλώς δεν είναι λειτουργική, γιατί με καταστρέφει. Οι όψεις του εαυτού μου που για διάφορους λόγους προτιμούν το αλκοόλ κρύβονται μεν στο μη συνειδητό μου μέρος, αλλά δεν παύουν να έχουν την ενέργειά τους, η οποία αποτελεί μέρος του όλου της ύπαρξής μου και επιδρά στην πορεία και τις επιλογές μου.
Έτσι, η θεραπεία Gestalt ξεπερνά την έννοια του «λάθους», το οποίο προϋποθέτει ένα αντικειμενικά υπάρχον σύστημα «ορθότητας» ως προς το οποίο κρίνεται το λάθος.

Στη θεραπεία Gestalt, με την ολιστική προσέγγιση των βημάτων μας στη ζωή, κάθε νέα κατάσταση, προκύπτει από όλες τις ενεργές δυνάμεις στην προηγούμενη κατάσταση, άσχετα από το αν αυτές οι δυνάμεις είναι συνειδητές ή όχι, αν μας αρέσουν ή όχι.
Οπότε, μάλλον «επιτρέπουμε» την αλλαγή όπως τη ζητά στο εκάστοτε παρόν ολόκληρη η ύπαρξή μας, παρά την επιβάλλουμε με τη σκέψη και τη φαντασία μας.

Όλες αυτές οι διαδικασίες, περιγράφηκαν από τον Arnold R. Beisser το 1970 σε ένα άρθρο του (το οποίο έγινε εξαιρετικά δημοφιλές και ευρύτατα γνωστό ως ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της θεραπείας Gestalt), με τον τίτλο «η παράδοξη θεωρία της αλλαγής» – ο Beisser ήταν ένας πολλά υποσχόμενος ψυχίατρος που έμεινε σχεδόν ολοκληρωτικά ανάπηρος στα 25 του χρόνια.

 

Β9  Η επίγνωση

Πρόκειται για μία λέξη-κλειδί στη θεραπεία Gestalt, την αρχή στην οπία στηρίζει όλη της μεθοδολογία. Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται πολύ και με πολύ διαφορετικούς τρόπους – από τη φιλοσοφία και την ψυχολογία, μέχρι τον εσωτερισμό και το μυστικισμό.

Στη θεραπεία Gestalt, θα λέγαμε ότι επίγνωση είναι το συνεχές όλων των εμπλεκόμενων ενσώματων, νοητικών, συνειδητών και μη διαδικασιών δημιουργίας εμπειρίας (Θεοδώρου, 2019). Η επίγνωση έχει να κάνει με το πώς δημιουργείται η εμπειρία μου, με το πώς βιώνω εμένα τον ίδιο καθώς και τα γεγονότα της ζωής μου «μέσα» στον κόσμο, με το πώς έρχομαι σε επαφή με ό,τι συμβαίνει στο «εδώ και τώρα» μου (Mann, 2010).

Η επίγνωση στη θεραπεία Gestalt είναι ένα ολιστικό φαινόμενο (Fodor – όπως παραπέμπει ο Wheway, 2003, σ. 128), το οποίο αναφέρεται στον νου και τις σκέψεις μας, στο σώμα και τις αισθήσεις μας, στα συναισθήματά μας. Από αυτήν την άποψη η επίγνωση είναι μία έννοια ευρύτερη της συνείδησης, η οποία είναι μία από τις ανώτερες (από άποψη συνθετότητας) νοητικές μας λειτουργίες.
Η συνείδηση και ο νους συμμετέχουν περισσότερο ή λιγότερο στην επίγνωση.

Σημαντικό είναι ότι μία στοιχειώδη επίγνωση όπως και μία θεμελιώδη μη συνειδητή αίσθηση «ταυτότητας» διαθέτουν και πολλά άλλα είδη εκτός από το ανθρώπινο (Gallagher & Zahavi, 2012· Yontef, 1993). Μπορεί να απουσιάζουν νους και συνείδηση, αλλά ως ζωντανοί οργανισμοί, χαρακτηρίζονται από μία αδιάκοπη ροή αισθήσεων, οι οποίες μεταφράζονται από τον εγκέφαλο σε μικροαισθήματα (Stern, 2004).
Έτσι, παράγεται μία πρωταρχική επίγνωση (μία «βασική» επίγνωση – Θεοδώρου, 2019) σε επίπεδο σώματος και στοιχειωδών αισθημάτων, η οποία δεν προϋποθέτει τη συμμετοχή της συνείδησης – μία γάτα, ένας σκύλος, δεν μπορούν να πουν «εγώ, τώρα, νιώθω έτσι ή αλλιώς», όμως δεν παύουν να νιώθουν έτσι ή αλλιώς. και ανάλογα να συμπεριφέρονται.

Με αντίστοιχο τρόπο υπάρχουν στον κόσμο και τα ανθρώπινα μωρά τον πρώτο καιρό μετά τη γέννα. Απλώς, τη διαφορά κάνουν η ικανότητα του ανθρώπου να σκέφτεται (Edelman & Tononi, 2000) καθώς και το δώρο της συνείδησης, δύο γνωρίσματα που εμφανίζονται καθώς αναπτύσσεται ο εγκέφαλος.

Οπότε, ότι σ’ εμάς τους ανθρώπους, η επίγνωση μπορεί να εξελιχθεί περαιτέρω, εμπλουτιζόμενη από την όλο και περισσότερη συμμετοχή ανώτερων νοητικών λειτουργιών, καθώς το βίωμα υφίσταται επεξεργασία από ανώτερα στρώματα της συνείδησης.
Αυτό φέρνει στο προσκήνιιο μία θεμελιακή αρχή της θεραπείας Gestalt: ότι η επίγνωση αναπτύσσεται, εμπλουτίζεται, καλλιεργείται.
Με τη «συνειδητή» επίγνωση μπορώ να παρατηρήσω το «πώς είμαι» και να απαντήσω στο ερώτημα «πώς νιώθεις τώρα, τι γίνεται στο νου, το σώμα, το συναίσθημά σου αυτή τη στιγμή;» μία ερώτηση – κλειδί για τη μεθοδολογία της θεραπείας Gestalt.

 

Β10  Άλλες επιρροές

Όπως ήδη αναφέρθηκε, το οικοδόμημα της θεραπείας Gestalt αποτελείται από πάρα πολλά συστατικά και πέρα από όσα παρουσιάστηκαν παραπάνω. Έχει πολλούς κοινούς τόπους με άλλες προσεγγίσεις, πεδία γνώσης και πολλές παραδόσεις και συστήματα σκέψης (Brownell, 2010), στα οποία μπορεί εδώ να γίνει μία επιγραμματική μόνο αναφορά.

Έτσι, στη διαμόρφωση των αρχών της θεραπείας Gestalt παίζουν ρόλο σε διαφορετικό βαθμό και με διαφορετικούς τρόπους τα εξής πεδία: διάφορες όψεις της συμπεριφορικής – γνωστικής θεραπείας, η σύγχρονη Ψυχανάλυση, η νευροφυσιολογία και νευροβιολογία, η προσωποκεντρική και υπαρξιακή θεραπεία, η γιόγκα, ο Ταοϊσμός, οι Ανατολικές παραδόσεις, η σύγχρονη φυσική, το ψυχόδραμα, οι τέχνες.

Τέλος, στην ολιστική και σχεσιακή κατεύθυνση που χαρακτηρίζει τη θεραπεία Gestalt, το σώμα μας και το πώς το βιώνουμε, είναι καθοριστικής σημασίας.
Αν και αυτό ίσχυε από την πρώτη κιόλας περίοδο της θεραπείας Gestalt, είναι τις τελευταίες δεκαετίες που το ανθρώπινο σώμα αποκτά όλο και μεγαλύτερη σημασία τη θεωρία και την πράξη της. Ιδιαίτερα, λόγω των πρόσφατων συνταρακτικών δεδομένων που έφερε η νευροβιολογία, σχετικά με τη σωματική βάση επάνω στην οποία χτίζεται η αυτοσυναίσθησή μας, η καθημερινή συνειδητή και μη συνειδητή επικοινωνία μας και η ενσυναισθητική μας σύνδεση.

 

Β11  «Υγεία» στη θεραπεία Gestalt

Στο οικοδόμημα της θεραπείας Gestalt, η υγεία και η αρρώστια δεν ορίζονται με τη λογική των ιατρικών ή ψυχιατρικών μοντέλων. Συγκεκριμένα:

Όταν οι διαδικασίες της επαφής μας με το περιβάλλον ρέουν αβίαστα, οι «μορφές» της εμπειρίας που συντίθενται στο όριο της επαφής μας με το περιβάλλον (εκεί όπου το άτομο αλληλεπιδρά με τον κόσμο – βλ. Γ2) είναι καθαρές, διαυγείς, έντονες, διαδέχονται αρμονικά η μία την άλλη.

Δεχόμαστε με απόλαυση το νέο χωρίς να το φοβόμαστε, το μεταβολίζουμε, αφομοιώνουμε ό,τι από αυτό μας χρειάζεται, πετούμε το υπόλοιπο: αναπτυσσόμαστε (Korb, 2002), ανανεωνόμαστε διαρκώς σε όλα τα επίπεδα, επέρχεται αίσθηση ικανοποίησης και ισορροπίας.
Αυτή η κατάσταση, είναι «υγεία» για τη θεραπεία Gestalt.

Μία τέτοια αντίληψη της υγείας, ωστόσο, δεν έχει να κάνει με μιά «ατομικίστικη» αντίληψη του «ζήσε την κάθε στιγμή όπως σου έρθει», αφού η κάθε στιγμή εμπεριέχει όλη την ύπαρξη, προσδοκίες και όνειρα για το μέλλον, τις επιδράσεις του παρελθόντος, καθώς και τις σχέσεις του ατόμου με το περιβάλλον. Για τη θεραπεία Gestalt, το σημαντικό δεν είναι να ζω «για» τη στιγμή, αλλά «μέσα» στη στιγμή (Zinker, 1977).

 

Β12  «Αρρώστια» στη θεραπεία Gestalt

Όταν ο κύκλος της επαφής εμποδίζεται, οι μορφές της εμπειρίας «φτωχαίνουν», οι διαφορές μας από τους άλλους και το περιβάλλον δεν είναι ξεκάθαρα αντιληπτές, διαταράσσεται η επίγνωση, αυτά που συμβαίνουν στο όριο της επαφής μας με το περιβάλλον ξεπερνούν τις δυνατότητές μας για «καλές» δημιουργικές προσαρμογές (βλ. Γ3), φοβόμαστε και αποδιώχνουμε το νέο.

Πολύ σημαντικό είναι το ότι βιώνουμε ένα αίσθημα διαρκούς, απροσδιόριστου και χαμηλής έντασης κινδύνου, μία χρόνια κατάσταση ήπιας «έκτακτης ανάγκης» (μιας διαρκούς ετοιμότητας χωρί νόημα) ακόμα και όταν δεν υπάρχει ορατή απειλή (Perls, et al., 1951).
Το αποτέλεσμα είναι ότι δεν υπάρχει γαλήνη, ξεκούραση, ισορροπία, ανάπτυξη.

Ο νους στην προσπάθειά του να ελέγξει τον κίνδυνο υπερλειτουργεί, διαχωρίζεται από το σώμα μας, η υπερβολική σκέψη και η αυστηρή λογική γίνονται κυρίαρχο γνώρισμα, η διαισθητική προσέγγιση των πραγμάτων εξαφανίζεται, το συναίσθημα συνήθως ακυρώνεται εντελώς (σαν να μην υπάρχει) ή δεν νοηματοδοτείται.

Οι μορφές της εμπειρίας δεν ολοκληρώνονται, συσσωρεύονται «μισοτελειωμένες υποθέσεις» (βλ. Γ3) – δηλαδή εμπειρίες που δεν «έκλεισαν», συναισθήματα που διώξαμε στον μη συνειδητό μας χώρο, αποθηκεύοντας και την ενέργειά τους, σαν συμπιεσμένα ελατήρια (Θεοδώρου, 2020). Η ενέργεια αυτή επιδρά στις αποφάσεις μας και στο πώς χτίζονται τα βιώματά μας στο εδώ και τώρα μας.
Οπότε, δεν αναγνωρίζουμε τις παροντικές και προσωπικές μας ανάγκες, τις διαχωρίζουμε από το άμεσο παρόν μας, υιοθετούμε παθητικά στόχους και αξίες ζωής, οι επιλογές για την πράξη μας είναι παρορμητικές, η κίνησή μας στο πεδίο της ζωής μας γίνεται σπασμωδική, μπαίνουμε σε ένα είδος παθητικού αυτοματισμού.

Αυτή η κατάσταση, το να ζούμε περισσότερο τις προθέσεις μας παρά την ίδια τη ζωή μας στην αμεσότητά της, είναι στη θεραπεία Gestalt η «νεύρωση» – κυρίαρχο γνώρισμα στις σύγχρονες κοινωνίες. Το επόμενο βήμα είναι η κατάρρευση του οργανισμού και η αρρώστια.


Γ. Πώς εφαρμόζεται η θεραπεία Gestalt; 

 

Γ1  Στόχοι της θεραπείας Gestalt

Όπως είδαμε στα παραπάνω, κεντρική σημασία για τη θεραπεία Gestalt έχει η απρόσκοπτη ροή της εμπειρίας σε ένα «εδώ και τώρα», μέσω των διαδικασιών της επαφής με το περιβάλον και πλούσιων δημιουργικών προσαρμογών.
Με μια τέτοια οπτική το «φυσιολογικό» και το «μη φυσιολογικό» δεν έχουν κάποιες «αντικειμενικές» σημασίες. Ο πυρήνας της θεραπείας Gestalt, η επαφή, καθορίζει για την προσέγγιση αυτή και ό,τι αφορά την έννοια της «παθολογίας»: κατά μήκος ενός συνεχούς με άκρα την αρρώστια και την υγεία, αντιστοιχούνται απλά η «καλή – επιτυχημένη – ρέουσα» ή η «κακή – ατελής – εμποδιζόμενη» επαφή, χωρίς καμία κατηγοριοποιηση.

Από αυτήν τη θεώρηση μπορεί άνετα να διαφανεί και ο ευρύτερος στόχος της θεραπείας Gestalt: επειδή ο «εαυτός» δεν είναι άλλο από ένα σύστημα επαφών την κάθε στιγμή (βλ. Γ3), ο εαυτός δημιουργείται διαρκώς, είναι μιά συνεχής διαδικασία (Meyer, 1997). Άρα, οι άνθρωποι έχουμε τη δυνατότητα να ρυθμίζουμε οι ίδιοι τον εαυτό μας μέσα στις καταστάσεις της ζωής μας, ακριβώς επειδή «δημιουργείται» διαρκώς. Με άλλα λόγια, είμαστε ικανοί να προχωρήσουμε στην ανάπτυξή μας και να μην ζούμε σύμφωνα με τις προσδοκίες άλλων ή με «εντολές» που πήραμε και συντηρούμε από παιδιά χωρίς να το ξέρουμε.

Έτσι, ο γενικός στόχος της θεραπείας Gestalt θα λέγαμε ότι είναι είναι η «αυτο-ρύθμιση», που σημαίνει και την «αυτο-υποστήριξη».
Με άλλα λόγια, η θεραπεία Gestalt  συμβάλλει στο να αποκαταστήσει το άτομο ή να ανακαλύψει τη φυσική ικανότητα που ενέχεται στο δυναμικό του: την τάση για ολότητα και υγεία (Hycner & Jacobs, 1995). Ή διαφορετικά, την τάση του κάθε ανθρώπου για την επίτευξη της αυτο-ρύθμισης, ώστε από την περιβαλλοντική εξάρτηση να μεταβεί με προσωπική ευθύνη και απόφαση στην αυτο-ϋποστήριξη και, κατά την O’Leary (1992), προς την επίτευξη λειτουργικών για το ίδιο δημιουργικών προσαρμογών.

Με αυτή την έννοια η θεραπεία Gestalt είναι ουσιαστικά αισιόδοξη και βασίζεται στο ανθρώπινο δυναμικό και την ανάπτυξή του, αφού αν ενεργώ κάπως σε ορισμένες συνθήκες, σε κάποιες άλλες μπορώ να διαμορφώσω άλλα συστήματα επαφής (να αναπτύξω τον εαυτό μου) καλλιεργώντας την επίγνωσή μου στις νέες δυνατότητες επαφής και να προσαρμοστώ δημιουργικά σε αυτές.

Οπότε, η θεραπεία Gestalt δεν αποσκοπεί σε μία απλή μεταβολή της συμπεριφοράς αλλά μάλλον, τόσο σε ατομικό όσο και σε ομαδικό πλαίσιο, στην εξερεύνηση και τον εμπλουτισμό της επίγνωσης του θεραπευόμενου, ώστε να βιώσει και να νοηματοδοτήσει το «πώς» εμποδίζει τη ροή της εμπειρίας του.
Στην ουσία, θα λέγαμε ότι η δουλειά με την επίγνωση είναι και ο τρόπος με τον οποίο η θεραπεία Gestalt πλησιάζει τους στόχους της, κάτι που διαμορφώνει και τη μεθοδολογία της.

 

Γ2  Ο τρόπος αλληλεπίδρασης ψυχοθεραπευτή – θεραπευόμενου

Η σημασία της ψυχοθεραπευτικής σχέσης.

Όταν εμφανίστηκε η θεραπεία Gestalt, συνέβαλλε καθοριστικά στην ανανέωση που έφερνε στην ψυχοθεραπεία η ανθρωπιστική σκέψη. Η θεραπεία Gestalt ανέδειξε  την απελευθέρωση του δημιουργικού δυναμικού του θεραπευόμενου μέσω μιας ισότιμης και οριοθετημένης ψυχοθεραπευτικής σχέσης.
Μιας σχέσης που συνδημιουργούν ο θεραπευτής και ο θεραπευόμενος, χωρίς τον στόχο της «συμμόρφωσης» του τελευταίου ως προς τους επικρατούντες κοινωνικούς κανόνες (Bloom, όπως παραπέμπει ο Brownell, 2010, σ. xii).

Ήταν φυσικό επακόλουθο η αντίθεση της θεραπείας Gestalt με το τότε ρεύμα της Ψυχανάλυσης, η οποία στηριζόταν στη μηχανιστική νευτώνεια γραμμική αιτιότητα, στην «ερμηνεία» του θεραπευόμενου από έναν αποστασιοποιημένο και ουδέτερο ψυχοθεραπευτή.

Στη θεραπεία Gestalt δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Η θεραπεία Gestalt είναι μία καθαρά σχεσιακή προσέγγιση, θεωρητικά και πρακτικά, βασιζόμενη στο ότι κάθε παρατηρητής είναι μέρος του φαινομένου που παρατηρεί. Άρα και ο ψυχοθεραπευτής είναι μέρος της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας στην οποία συμμετέχει. Γι’ αυτό και στη θεραπεία Gestalt ο ψυχοθεραπευτής δεν θεωρεί τον εαυτό του «αντικειμενικό» παρατηρητή και αποδέχεται την επίδραση που έχουν στη συνάντηση με τον πελάτη οι προσωπικές του θεωρίες, πεποιθήσεις και αξίες.
Προσέχει δε διαρκώς τον τρόπο με τον οποίο συμβαίνει αυτή η επίδραση, ώστε να προστατεύει τη θεραπευτική σχέση από δικές του πιθανές προκαταλήψεις και πιθανή κατευθυντική του τάση.

Με δυο λόγια, στη θεραπεία Gestalt την κεντρικόή σημασία έχει η θεραπευτική σχέση ψυχοθεραπευτή – θεραπευόμενου (Naranjo, 1970), στην οποία ο ψυχοθεραπευτής συμμετέχει ολόκληρος, αυθεντικά, με βάση αυτό που συμβαίνει στο ρέον εδώ και τώρα της αλληλεπίδρασής του με τον θεραπευόμενο.
Η επίγνωση του θεεραπευόμενου μπορεί να εξελιχθεί και να εμπλουτιστεί όχι γιατί ο θεραπευόμενος «μαθαίνει» κάποιες σοφίες για τη ζωή του, αλλά γιατί βιώνει σύμφωνα με τον υπαρξιακό διάλογο αποδοχή και επιβεβαίωση από τον ψυχοθεραπευτή, ως προς αυτό που ήταν, είναι και μπορεί εν δυνάμει να γίνει (Mann, 2010).

Η θεραπεία Gestalt δεν βλέπει τα πράγματα βάσει κάποιου ερμηνευτικού μοντέλου ή μοντέλου «γιατρού-ασθενούς». Εγκαταλείποντας την αποστασιοποιημένη και ουδέτερη στάση του ψυχοθεραπευτή απέναντι στον θεραπευόμενο – αντικείμενο, θέλει τον ψυχοθεραπευτή κυριολεκτικά μαζί με τον θεραπευόμενο – πρόσωπο.
Στη θεραπεία Gestalt υιοθετείται καθαρά η στάση του υπαρξιακού διαλόγου «Εγώ-Εσύ» (βλ. Β3), ασχέτως αν στην πραγματικότητα της ζωής χρειαζόμαστε και τη στάση «Εγώ-αυτό». .

Σημαντικά σημεία της ψυχοθεραπευτικής σχέσης.

Σε αυτήν την αντίληψη της ψυχοθεραπευτικής σχέσης κυριαρχεί τόσο ο αμοιβαίος σεβασμός της προσωπικής πραγματικότητας του καθενός, όσο και η αναγνώριση και αποδοχή των διαφορών τους.
Η θεραπεία Gestalt, καθώς με τη πραξη της ενισχύει την ανάπτυξη της αυτο-υποστήριξης του θεραπευόμενου, τον εμπνέει να κάνει μόνος του το κάθε νέο βήμα, χωρίς να «ωθείται» προς αυτό σύμφωνα με τα διάφορα πρότυπα στην αντίληψη του ψυχοθεραπευτή.

Αυτό που ο ψυχοθεραπευτής βλέπει από τον θεραπευόμενο δεν είναι «αντικειμενικό», αλλά αποτέλεσμα των διαδικασιών της σχέσης τους. Το κυριότερο εργαλείο του ψυχοθεραπευτής είναι ο ίδιος του ο εαυτός και η αυθεντική του παρουσία στην εξελισσόμενη θεραπευτική σχέση σε κάθε συνεδρία ατομική ή ομαδική.

Το σημαντικό είναι η αυθεντικότητα της επαφής του θεραπευόμενου με τον ψυχοθεραπευτή, αφού η  θεραπευτική σχέση γίνεται ένα είδος «μήτρας» μέσα στην οποία ο θεραπευόμενος νιώθει ασφαλής, αλλά ταυτοχρόνως δεν παραμένει «παιδί» – δεν παρεμποδίζεται το «μεγάλωμά» του.
Ο ψυχοθεραπευτής εμπιστεύεται τη θεραπευτική σχέση, εφόσον η δύναμή της είναι κύριος θεραπευτικός παράγοντας.
Το ίδιο ακριβώς ισχύει και στην ομαδική δουλειά με τη θεραπεία Gestalt: ο ψυχοθεραπευτής χρησιμοποιεί με πάρα πολλούς τρόπους την ίδια τη δυναμική της ομάδας ως προεξάρχοντα θεραπευτικό παράγοντα, ενώ παλαιότερα ο συντονιστής απλώς δούλευε με ένα μέλος και η υπόλοιπη ομάδα παρακολουθούσε ως παθητικός παράγοντας.

Ο ψυχοθεραπευτής συνδέεται ενσυναισθητικά με τον θεραπευόμενο, αλλά γνωρίζει ότι αναπόφευκτα εμπλέκεται και ο ίδιος στη σχεσιακή διαδικασία και προσέχει διαρκώς τι συμβαίνει κατά την εξέλιξή της, πώς διαμορφώνονται τα όρια και οι ρόλοι, τι διακόπτει τον αυθορμητισμό, την αυθεντικότητα και τη ροή της επαφής με τον θεραπευόμενο.
Κατά καιρούς και όταν κρίνει ότι ενδείκνυται, εκδηλώνει και ο ίδιος σκέψεις και συναισθήματα, έχοντας πάντα κατά νου ότι δεν πρόκειται για μία φιλική κουβέντα.

 

Γ3  Ο τρόπος προσέγγισης των αιτημάτων του θεραπευόμενου 

«Πώς» και όχι «γιατί».

Ο ψυχοθεραπευτής στέκεται κυρίως στην εξερεύνηση των δυναμικών σχέσεων του πελάτη με τον κόσμο, στο πώς εμποδίζει τη φυσική ροή της επαφής του με τον κόσμο, τι μπλοκάρει, τι αποφεύγει (Passons, 1975). Δουλεύοντας άμεσα ή έμμεσα αλλά πάντα με την επίγνωση, η θεραπεία Gestalt γίνεται ένα «ταξίδι ανακαλύψεων» (Mann, 2010). Κατά μία έννοια, ο πελάτης θεωρείται ένα είδος «σπουδαστή» που σπουδάζει αυτό που είναι και διαρκώς «γίνεται» ο ίδιος μέσα στο πεδίο της ζωής του (Parlett, 2014).

Ο πελάτης εξερευνά το «πώς» συμβαίνει ό,τι συμβαίνει στις αλληλεπιδράσεις του με τον κόσμο, πέρα από το «γιατί», εφόσον το «γιατί» αναφέρεται μόνο στις όψεις μας που αφορούν στον νου, ενώ το «πώς» αγκαλιάζει τις δυναμικές σχέσεις όλων μας των όψεων. Από αυτήν την άποψη, η θεραπεία Gestalt είναι μία καθαρά «βιωματική» ψυχοθεραπεία, καθώς εστιάζεται στη διαδικασία, σ’ αυτό που συμβαίνει, στο άμεσο βίωμα.

Ο ψυχοθεραπευτής δουλεύει με ό,τι υλικό φέρνει κάθε φορά ο θεραπευόμενος, χωρίς κάποιο συγκεκριμμένο μοντέλο «αποκατάστασής» του και χωρίς να προσπαθεί να «επιδιορθώσει» οτιδήποτε επάνω του. Αφήνει τη συνεδρία να παρει το σχήμα της, δεν την κατευθύνει, της επιτρέπει να σθν-δημιουργηθεί από τον ίδιο και τον θεραπευόμενο.

Επίσης, ο ψυχοθεραπευτής δεν «διδάσκει» στον θεραπευόμενο πώς να αποφεύγει το άγχος λόγω του οποίου διακόπτει την επαφή (Perls, et al., 1951). Αντίθετα, του συνιστά να «μένει με αυτό», ως αναπόσπαστο στοιχείο και ενέργεια της αλλαγής. Το εξερευνούν μαζί στο ασφαλές περιβάλλον της θεραπευτικής συνεδρίας, ώσπου ο θεραπευόμενος το βιώνει όχι ως αγωνία για την «καταστροφή» του παλιού αλλά ως  καύσιμο και διέγερση για την αφομοίωση του καινούριου.

Κι ακόμη, όσο προχωρεί η θεραπευτική διαδικασία, δουλεύονται οι «μισοτελειωμένες υποθέσεις» του τελευταίου, έτσι ώστε όλη του η ενέργεια να διατίθεται πλέον στη ροή της παροντικής του εμπειρίας. Στην τελευταία φάση της θεραπείας ο θεραπευόμενος δουλεύει τα βαθειά υπαρξιακά του θέματα και η σχέση του με τον θεραπευτή έχει πλέον γίνει μια πλούσια ανθρώπινη επαφή.

Ένα τρισδιάστατο και όχι πάντα «ευχάριστο» παζλ.

Στη θεραπεία Gestalt κάθε συνεδρία είναι μιά ολοκληρωμένη διαδικασία επαφής (Ruh, 1999) και οι συναντήσεις αποκτούν τον ειρμό και τη συνέχειά τους μέσα στον χρόνο. Οι συνεδρίες μπορεί να φαίνονται αρχικά ασύνδετες, αλλά μέσα στον χρόνο, φανερώνονται (σαν ένα παζλ που αποκτά νόημα) τα δίκτυα των υπόγειων συνδέσεων τα οποία συντίθενται αργά από το υλικό της κάθε συνεδρίας.

Δεν είναι υποχρεωτικό ο θεραπευομενος να φεύγει πάντα ευχαριστημένος, νιώθοντας καλύτερα ή έχοντας αποκομίσει κάτι «χρήσιμο». Ο ψυχοθεραπευτής, καθρεφτίζοντας έντιμα, προστατευτικά και όχι επιθετικά, κριτικά, ερμηνευτικά ή διδακτικά τον θεραπευόμενο, είναι πιθανό κάποιες φορές να τον «δυσαρεστήσει», μιλώντας του αυθεντικά για το τι βλέπει να συμβαίνει στη συνεδρία.  Εφόσον όμως το καθρέφτισμα λειτουργεί στην ασφάλεια και τη ζεστασιά της πλήρους αποδοχής και επιβεβαίωσης που γεννά η θεραπευτικη σχέση, η «δυσαρέσκεια» αυτή γίνεται παράγοντας ανάπτυξης και όχι συρρίκνωσης.

Συχνότητα, διάρκεια.

Επειδή η θεραπευτική σχέση δουλεύει ασταμάτητα, υπογείως, οι συνεδρίες δεν είναι απαραίτητο να ξεπερνούν την εβδομαδιαία βάση – χωρίς κάτι τέτοιο να είναι απόλυτο. Δεν χρειάζεται κάτι τέτοιο γιατί η θεραπεία Gestalt δεν δουλεύει μόνο στην ώρα της συνεδρίας αλλά, ακριβώς επειδή στηρίζεται στη διαδικασία των όσων συμβαίνουν, αφήνει «απόηχο» και μετά τη συνεδρία, ακόμα και αν δεν το συνειδητοποιεί με τον νου του ο θεραπευόμενος.

Οι ανακατατάξεις είναι μεγάλες με τη θεραπεία Gestalt και οι αλλαγές βαθιές. Γι’ αυτό, έστω και αν μπορεί θαυμάσια να λειτουργήσει σε ένα σύντομο συμβουλευτικό πλαίσιο, χρειάζεται χρόνος για να αναπτυχθούν αβίαστα οι διαδικασίες των αλλαγών. Ακριβώς γιατί είναι μία «εφ’ όλης της ύλης» βαθύτατη ψυχοθεραπεία, απλώνεται αργά μέσα στον χρόνο, αποβλέποντας στην προσωπική ανάπτυξη και την αυτονομία (O’ Leary, 1992).
Αν και η απαιτούμενη διάρκεια ποικίλλει από άνθρωπο σε άνθρωπο, πάρα πολύ γενικά και κατά μέσο όρο, μία πλήρης ψυχοθεραπεία θα χρειαστεί το λιγότερο μία τριετία, με βάση 40 περίπου συνεδρίες τον χρόνο. Όλα εξαρτώνται όμως από το αίτημα του θεραπευόμενου και από πάρα πολλούς άλλους παράγοντες που ανακύπτουν κατά τη εξέλιξη των συνεδριών.

Η συνεργασία ψυχοθεραπευτή – θεραπευόμενου.

Στη θεραπεία Gestalt τα δύο μέρη της θεραπευτικής διαδικασίας είναι άνθρωποι ισότιμοι που συνεργάζονται με αμοιβαία αποδοχή κάποιων ρόλων και κανόνων. Η προσωπική ευθύνη και η συνέπεια και του ψυχοθεραπευτή και του θεραπευόμενου, θεωρούνται δεδομένα στη διαλογική υφή της θεραπευτικής σχέσης.
Ωστόσο, ο ψυχοθεραπευτής διαχειρίζεται μαζί με τον θεραπευόμενο τυχόν ζητήματα που ανακύπτουν, όπως καθυστερήσεις, ματαιώσεις κλπ και ποτέ τιμωτητικά. Η ελαστικότητα του όλου πλαισίου της ψυχοθεραπείας είναι πάντοτε ένα ζήτημα που διευθετείται αμοιβαία, με ξεκάθαρα όρια, ειλρίνεια και ξεκάθαρους κανόνες.

 

Γ4  Εργαλεία και «τεχνικές» στη μεθοδολογία της θεραπείας Gestalt

Οι τεχνικές..

Τα μέσα και εργαλεία της θεραπείας Gestalt διαμορφώνονται για τη μεθοδολογία της μέσα από τις αρχές που χαρακτηρίζουν τον κάθε ένα κορμό της θεωρητικής και φιλοσοφικής της βάσης, και είναι πάρα πολλά τόσο στο ατομικό όσο και στο ομαδικό πλαίσιο.

Δουλειά με σωματικές αισθήσεις, με τα συναισθήματα, τις τάσεις συμπεριφοράς, τις επιθυμίες, δουλειά μέσα από υποθετικές συνθήκες (τα λεγόμενα στη θραπεία Gestalt «πειράματα»), δουλειά με όνειρα, μεταφορές, παιχνίδια ρόλων, κίνηση, ζωγραφική, αλληλεπίδραση, αυτοσχεδιασμοί κάθε είδους, συγκροτούν μια πάρα πολύ μεγάλη παλέτα μέσων. Ο κάθε ψυχοθεραπευτής, φυσικά, κατά περίσταση, μπορεί να επιννοεί προσεχτικά  και δικά του εργαλεία αφού η δημιουργικότητα είναι κεντρικός άξονας της θεραπείας Gestalt..

Το σώμα.

Ενώ το σώμα ήταν πάντα σημαντικό στην ολιστική θεώρηση της θεραπείας Gestalt, είναι στις τελευταίες δεκαετίες που γίνεται όλο και πιο κεντρικός παράγοντας των μέσων και των εργαλείων της θεραπείας Gestalt (Kepner, 1993).

Γενικότερα, η θεραπεία Gestalt βλέπει ισότιμα τον λογικό και δομημένο τρόπο σκέψης με τη διάθεσή μας να παραμένουμε ανοιχτοί πέρα από τις λέξεις, στη διαίσθηση, τη μεταφορά, την επαφή με τις αισθήσεις κα το σώμα μας, τη δημιουργικότητα σε κάθε μορφή της.

Όχι η τεχνική για την τεχνική.

Στη θεραπεία Gestalt οτιδήποτε μπορεί να γίνει μέσον εξερεύνησης και εμπλουτισμού της επίγνωσης. Ωστόσο, καμία τεχνική δεν είναι αυτοσκοπός αλλά απλό μέσον διέγερσης της διαδικασίας του θεραπευόμενου ή της ομάδας. Μάλιστα, παλαιότερα, η θεραπεία Gestalt υπέστη κριτική ακριβώς γιατί κάποιοι επέμεναν να δίνουν βάρος στην ίδια την τεχνική και όχι σε ό,τι επρόκειτο αυτή να συμβάλλει.
Κι ακόμα, μία από τις κλασικές τεχνικές της θεραπείας Gestalt, η διαβόητη «άδεια καρέκλα», είχε φτάσει να είναι το σήμα κατατεθέν της θεραπείας αυτής. Πολλοί ταύτιζαν ολόκληρη τη θεραπεία Gestalt με την τεχνική αυτή, κάτι που σε καμία περίπτωση δεν ισχύει – άλλωστε, την τεχνική αυτή είχε υιοθετήσει ο Perls από το ψυχόδραμα του Jacob Moreno (1889-1974).

Καμία δε τεχνική της θεραπείας Gestalt δεν αποσκοπεί στην «κάθαρση» – στην αναπαραγωγή κάποιας τραυματικής εμπειρίας. Η κάθαρση θεωρείται όχι μόνο αναποτελεσματική αλλά και επικίνδυνη: απλώς, το πρόσωπο τραυματίζεται και πάλι καθώς βυθίζεται και χάνεται στην τραυματική εμπειρία.

Όχι «σπάσιμο» των «αμυνών».

Επιπλέον, καμία τεχνική στη θεραπεία Gestalt δεν αποσκοπεί στο να «σπάσει» κάποιες υποτιθέμενες αντιστάσεις («άμυνες») του θεραπευόμενου.

Ο Perls υποστήριζε σθεναρά ότι οι τρόποι του θεραπευόμενου να εμποδίζει την επαφή ήταν οι δημιουργικές προσαρμογές που κάποτε μπορούσε να κάνει, και τώρα δεν του ταιριάζουν πια. Ωστόσο, είναι αυτό που ξέρει για την ώρα να κάνει ο θεραπευόμενος, χτίστηκαν με δεξιοτεχνία και η κινητοποίησή τους στη ζωή του θεραπευόμενου απαιτεί πάρα πολλή ενέργεια.

Ο στόχος λοιπόν δεν είναι να βγει ο θεραπευόμενος «λιγότερος» από ό,τι ήρθε στην ψυχοθεραπεία γυμνώνοντάς τον από αυτά που ήδη ξέρει να κάνει «σπάζοντας» τις «άμυνές» του (τις δημιουργικές του προσαρμογές). Ο στόχος είναι να στραφεί η ενέργεια που δαπανά για μη λειτουργικές πλέον δημιουργικές προσαρμογές σε νέα κανάλια, να υποστηρίξει νέες δημιουργικές του προσαρμογές.

Η «φαινομενολογική» μέθοδος.

Τέλος, ένα θαυμάσιο και πολύτιμο εργαλείο της θεραπείας Gestalt είναι η λεγόμενη «φαινομενολογική μέθοδος»., η οποία προέρχεται από το φιλοσοφικό ρεύμα της φαινομενολογίας. Σταδιακά διαμορφώθηκε ως μεθοδικός τρόπος έρευνας σε πολλούς άλλους χώρους, καθώς και στην ψυχολογία και την ψυχοθεραπεία.

Στη θεραπεία Gestalt κατέχει κεντρική και περίοπτη θέση αν και δεν θυμίζει πλέον σε τίποτα την αρχική της μορφή ούτε έχει τους τότε στόχους. Σήμερα, είναι ένα αριστοτεχνκό εργαλείο, που αποσκοπεί στην αυθεντικότητα της επαφής του θεραπευτή με τον θεραπευόμενο, στη «γείωση» της αλληλεπίδρασής τους στο άμεσο και ρέον εδώ κα τώρα της συνεδρίας.
Συνιστά ένα εξαιρετικά «λεπτό» μέσον και το βασικότερο μεθοδολογικό εφόδιο αυτής της ψυχοθεραπευτικής προσέγγισης, τόσο σε ατομικό όσο και σε ομαδικό πλαίσιο.


Δ.  Οφέλη, φάσμα του πεδίου εφαρμογών, θέση στο ευρύτερο ψυχοθεραπευτικό πεδίο 

 

Δ1  Τι μπορεί να ωφεληθεί ο θεραπευόμενος από τη θεραπεία Gestalt   

Ειναι πάρα πολλά αυτά που ο θεραπευόμενος μπορεί να αποκομίσει (εφόσον η θεραπεία του λειτουργήσει), κάτω από τον γενικό στόχο της θεραπείας Gestalt, την αυτο-υποστήριξη (αυτο-ρύθμιση).
Εμπλουτίζοντας την επίγνωσή του, μαθαίνει το πώς ανακόπτει ή υποστηρίζει τη ροή της εμπειρίας του, αναγνωρίζει τις «μισοτελειωμένες υποθέσεις» του, διευρύνει το φάσμα της παροντικής του εμπειρίας, αναγνωρίζει αυτοματοποιημένα μοντέλα συμπεριφοράς του, ανακαλύπτει νέες όψεις του εαυτού του ως εκφράσεις του δυναμικού του, ανακαλύπτει δυνατότητες νέων τρόπων αντίληψης και δράσης, διαπιστώνει πώς πιθανά αναπτύσσει εξαρτητικές σχέσεις, εκτιμά τις δημιουργικές του προσαρμογές, εξερευνά την αυθεντικότητα των αναγκών και των επιλογών του καθώς και τη σχέση του με το σώμα και τα συναισθήματά του (Corey, 1985; Dryden, 1984; O’ Leary, 1992; Patterson, 1973).

Επίσης, ο θεραπευόμενος εξερευνά και αποδέχεται το παρελθόν του, όσο του χρειάζεται για ένα καλύτερο παρόν, όπως ο ίδιος ορίζει το «καλύτερο». Στη θεραπεία Gestalt, οι αναφορές στο μακρινό παρελθόν δεν είναι αυτοσκοπός.
Κυρίως είναι μία βάση για την βιωματική κατανόηση γεγονότων και καταστάσεων παροντικής εμπειρίας, μία βάση για να γίνει αντιληπτό «πώς» το παρελθόν ενός συγκεκριμένου ανθρώπου μπορεί να γίνει ένα φόντο που επιδρά στο παρόν του – στο πώς βιώνει τον εαυτό του και τις σχέσεις του με το περιβάλλον, στις ανάγκες του, στον τρόπο που ζει και κινείται, στο πώς περιορίζει ίσως το φάσμα των δυνατοτήτων του.
Το παρελθόν και η ιστορικότητά μας σαφώς και μάς καθορίζει, αλλά δεν παύει να νοηματοδοτείται από το εδώ και τώρα μας. Στη θεραπεία Gestalt ενδιαφέρει ακριβώς η κατανόηση και η πιθανή αλλαγή αυτής της νοηματοδότησης.

Κι ακόμη, ο θεραπευόμενος μπορεί να αποκομίσει πολλά σχετικά με τις πολώσεις του (συναισθήματα και τάσεις συμπεριφοράς διαμετρικά αντίθετες και συνυπάρχουσες). Η δυναμική ολότητα των όψεων του εαυτού στη θεραπεία Gestalt, ορίζει και τον τρόπο δουλειάς του ψυχοθεραπευτή με τις πολώσεις και τις αντίθετες όψεις εαυτού («γενναίος – φοβισμένος», «λογικός – παρορμητικός» κ.ο.κ.).
Στη θεραπεία Gestalt γίνεται φανερό πως δύο αντίθετοι πόλοι είναι ανώφελο να θεωρούνται ως δύο μαχόμενα στρατόπεδα με στόχο την επικράτηση του ενός.

Οι δύο πόλοι είναι ισότιμες και εξίσου αποδεκτές εκφράσεις του δυναμικού ενός ανθρώπου, μέρη μιας ενιαίας ολότητας και ο στόχος βρίσκεται μάλλον στη δυναμική τους ισορροπία παρά στην εξαφάνιση ως ανεπιθύμητου του ενός. Σημειωτέον ότι στην περί πολώσεων θεώρηση της θεραπείας Gestalt, μεγάλο ρόλο έπαιξε η φιλοσοφία του Salomo Friedlaender (1871-1946), για την ενότητα που συνιστούν οι αντίθετες όψεις των φαινομένων (πρόκειται για μία επιρροή η οποία είναι κάποιες φορές σχετικά υποβαθμισμένη στον κόσμο της θεραπείας Gestalt).

Όλα αυτά τα οποία συνοψίζονται στη λέξη «αυτο-υποστήριξη», σημαίνουν ότι ο θεραπευόμενος χτίζει έναν αυθεντικότερο τρόπο ζωής, όπως αυτός τον ορίζει, κοντύτερα στη φύση, το δυναμικό αλλά και τα όριά του. Η ζωική ενέργεια ρέει πιο ελεύθερα, αφού δεν δαπανάται για να συντηρεί δυσλειτουργικές πλέον δημιουργικές προσαρμογές.
Κατά συνέπεια οι ανάγκες του νοηματοδοτούνται σε σχέση με το εδώ και τώρα του και όχι με παρελθοντικές ή φαντασιωτικές του (νευρωσικές) εικόνες. Το ίδιο ισχύει για τις επιλογές και τα σχέδιά του, καθώς η δυναμική του σχέση με το κάθε τι του κόσμου γίνεται αρμονικότερη και περισσότερο άνετη στη ροή της.

 

Δ2  Το φάσμα της θεραπείας Gestalt

Το «εμβαδόν».

Η θεραπεία Gestalt δουλεύει με άτομα, ομάδες, ζευγάρια, οικογένειες, κοινότητες και πληθυσμούς κάθε λογής.
Οποιαδήποτε δε κατάσταση ορίζεται με την κλασική ψυχιατρική ως «παθολογική», μπορεί άνετα να διαβαστεί από το πολύ πλούσιο φιλοσοφικό – θεωρητικό ρεπερτόριο της θεραπείας Gestalt σύμφωνα με τις δικές της ιδέες.

Η θεραπεία Gestalt δεν απορρίπτει τις σύγχρονες ψυχιατρικές προσεγγίσεις περί «παθολογίας» και «διαταραχής», απλά τις εντάσσει σε ένα πολύ ευρύτερο ανθρωπιστικό πλαίσιο, χωρίς να μένει στην προακατάληψη των κατηγοριοποιήσεων.

Η θεραπεία Gestalt λοιπόν μπορεί να δουλέψει με τον οποιονδήποτε ο οποίος απλά ζητά μιά καλύτερη ποιότητα ζωής., όπως ο ίδιος ορίζει πως τη χρειάζεται. Και αυτό ισχύει είτε βλέπει τον εαυτό του ως υγιή είτε ως ασθενή και, επίσης, άσχετα αν με άλλα μοντέλα ή κριτήρια (ιατρικά ή ψυχιατρικά ή οποιαδήποτε άλλα) τοποθετείται σε κάποια κατηγορία «παθολογίας» ή «φυσιολογικότητας».
Η έννοια της επαφής και η σχεσιακή φύση της, επιτρέπουν στη θεραπεία Gestalt να απευθύνεται στον καθένα και σε ποιαδήποτε ομάδα ή πληθυσμό με συνήθη ή ιδιαίτερα γνωρίσματα.

Προφανώς, όπως κάθε ψυχοθεραπευτικό σύστημα,η θεραπεία Gestalt θα είναι πιο αποτελεσματική με ανθρώπους που προτίθενται να δουλέψουν ενεργά με τον εαυτό τους και δεν προσδοκούν οι αλλαγές να έρθουν έτοιμες, από τη μια στιγμή στην άλλη, με κάποιο μαγικό ραβδάκι του ψυχοθεραπευτή.

Πέρα από το ψυχοθεραπευτικο πλαίσιο.

Το ευρύτατο φάσμα των ιδεών και αρχών που συνθέτουν το θεωρητικό – φιλοσοφικό υπόβαθρο της θεραπείας Gestalt φτιάχνει πλέον ένα κράμα το οποίο δεν αφορά μόνο τον τομέα της ψυχοθεραπείας, αλλά ταυτόχρονα και μία ευρύτερη βάση ζωής, άσχετα αν αυτό το υπόβαθρο προέκυψε από τον χώρο της ψυχοθεραπείας.

Δηλαδή, όσα απαρτίζουν τη θεραπεία Gestalt μπορούν να υπερβούν το ψυχοθεραπευτικό πλαίσιο και να γίνουν ένας τρόπος να βλέπει κάποιος όχι μόνο τον άνθρωπο, τον κόσμο, τα πράγματα, αλλά και τους διάφορους χώρους στους οποίους κινείται ο άνθρωπος όντας «μέσα» στον κόσμο.
Έτσι, η θεραπεία Gestalt μπορεί να εφαρμόζεται και πέρα από το αυστηρό ψυχοθεραπευτικό πλαίσιο στον χώρο της εκπαίδευσης, της εργασίας και των Οργανισμών, την τέχνη, την κοινωνική οργάνωση, και ένα σωρό άλλους τομείς ανθρώπινης διάδρασης.

Σήμερα, η θεραπεία Gestalt μπορεί να θεωρηθεί όχι μόνο μία ψυχοθεραπευτική προσέγγιση αλλά και μία υπαρξιστική φιλοσοφία, μια «τέχνη του ζειν», που προτείνει μία πλήρη θεώρηση του κόσμου. Φτάνουμε έτσι να μιλούμε, κατά τον Parlett (2014), επίσης για μία «περιοχή γνώσης» Gestalt, η οποία έχει υπόσταση και νόημα σε ψυχοθεραπευτικά και μη πλαίσια, ως μια ολοκληρωμένη αντίληψη για τον άνθρωπο μέσα στο πεδίο ζωής του.

Θεσμοί, εκπαίδευση.

Η θεραπεία Gestalt έχει ένα Πανευρωπαϊκό θεσμικό όργανο, την E.A.G.T. (European Association for Gestalt therapy) και κατά τοπους διάφορους Συλλόγους.
Η εκπαίδευση στη θεραπεία Gestalt περιλαμβάνει ένα δομημένο πρόγραμμα σπουδών, στο οποίο προβλέπονται πολλές υποχρεωτικές ώρες ατομικής και ομαδικής ψυχοθεραπείας του σπουδαστή. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, γιατί ό,τι μπορούμε να παρέχουμε στους άλλους εξαρτάται από την έκταση αυτού που ανακαλύπτουμε εμείς για τον εαυτό μας (Parlett, 2014).
Επίσης, η θεραπεία Gestalt, σήμερα, έχει προχωρήσει πάρα πολύ στο πεδίο της έρευνας, ώστε να θεμελιώνει και να ανανεώνει ακατάπαυστα το οικοδόμημά της.

 

Δ3  Η θεραπεία Gestalt στο ευρύτερο ψυχοθεραπευτικό πεδίο

Όπως ήδη σημειώσαμε, η θεραπεία Gestalt ανήκει στον χώρο των ανθρωπιστικών προσεγγίσεων. Έχει δε κοινούς τόπους με πολλές άλλες προσεγγίσεις όπως και πολλές αποκλίνουσες θέσεις.
Όπως γενικότερα συμβαίνει στο πεδίο της ψυχοθεραπείας, οι θεωρητικές περιοχές πολλών ψυχοθεραπευτικών συστημάτων μπορεί να τέμνονται. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως τα συστήματα ταυτίζονται θεωρητικά, ούτε πως ό,τι γίνεται στην πράξη του ενός συστήματος είναι ίδιο με ό,τι γίνεται και σε κάποιο άλλο – ακόμη και αν κάποιες φορές στα μάτια ενός παρατηρητή φαίνεται να είναι έτσι.

Έτσι συμβαίνει με τη θεραπεία Gestalt και την Προσωποκεντρική ή και τη Συστημική θεραπεία. Ο ολισμός χαρακτηρίζει όλους αυτούς τους χώρους (ακόμα και αν δεν ονομάζεται άμεσα), όπως και ο σεβασμός στην προσωπική πραγματικότητα του θεραπευόμενου. Ωστόσο η πράξη τους δεν ταυτίζεται.

Ή, αντίθετα, κάποιες προσεγγίσεις μπορεί να έχουν κοινά σημεία στην πράξη τους ή να έχουν και κοινά εργαλεία, ωστόσο να τα χρησιμοποιούν με άλλο θεωρητικό – φιλοσοφικό υπόβαθρο, άλλο νόημα και για άλλους στόχους. Έτσι συμβαίνει με τη θεραπεία Gestalt και το ψυχόδραμα ή τις θεραπείες μέσω τέχνης ή τη Γνωστική-Συμπεριφορική προσέγγιση.

Για παράδειγμα, η θεραπεια Gestalt χρησιμοποιεί την τεχνική της άδειας καρέκλας (την υιοθέτησε για την ακρίβεια) καθώς και παιχνίδια ρόλων αλλά διαφέρει στη φιλοσοφία της από το ψυχόδραμα. Χρησιμοποιεί πολλά στοιχεία από την τέχνη στα μέσα και τις τεχνικές της, αλλά το πώς βλέπει τον θεραπευόμενο και τα θέματά του, διαφέρει καθοριστικά.
Κι ακόμη, η θεραπεία Gestalt σαφώς δουλεύει πολύ και συμπεριφορικά και γνωστικά αλλά, πρώτον συμπεριλαμβάνει και μάλιστα ως κυρίαρχη τη δουλειά με το συναίσθημα και, δεύτερον, το γνωστικό και συμπεριφορικό πεδίο τα θεωρεί σε ένα τελείως διαφορετικό πλαίσιο από ό,τι η Γνωστική – Συπεριφορική.

Ή, η θεραπεία Gestalt έχει πάρα πολλά στοιχεία της φιλοσοφία του υπαρξσμού στον πυρήνα της- τόσα, που από πολλούς θεωρείται μία καθαρόαιμη υπαρξιακή προσέγγιση. Η πράξη της ωστόσο διαφέρει από την πράξη των υπαρξιακών προσεγγίσεων.

Ή, ενώ η θεραπεία Gestalt διαφέρει σε πάρα πολλά και σημαντικότατα σημεία από την Ψυχανάλυση, δανείζεται πολλά από την πλούσια αναπτυξιακή θεώρηση της Ψυχανάλυσης, ασχέτως αν τα εντάσσει σε άλλο πλαίσιο. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι κοινοί τόποι των δύο αυτών προσεγγίσεων αυξήθηκαν κατά πολύ τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς η Ψυχανάλυση ενσωματώνει στη φιλοσοφία της όλο και περισσότερο στοιχεία μιας σχεσιακής αντιληψης της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας.

Μία περαιτέρω λεπτομερής παράθεση ομοιοτήτων και διαφορών της θεραπείας Gestalt με άλλες προσεγγίσεις, ξεφεύγει κατά πολύ από το πλαίσιο αυτής της εισαγωγικής παρουσίασης.

Ας δούμε τη θεραπεία Gestalt ως ένα ολοκληρωμένο ψυχοθεραπευτικό σύστημα, εννοώντας ότι περιλαμβάνει κάποια θεωρία βασισμένη σε φιλοσοφικές υποθέσεις και παραδοχές, η οποία ορίζει κάποιους στόχους και καθοδηγεί κάποια μέθοδο. Από όλα αυτά προκύπτει η «πράξη», η οποία χαρακτηρίζει με μοναδικό τρόπο το σύστημα διαφοροποιώντας το από άλλα συστήματα.
Η πράξη αυτή είναι η διαδικασία με την οποία «ζωντανεύει» η θεωρία σε ό,τι «κάνουν» όσοι τη δέχονται ως γνώμονα δουλειάς (Brownell, 2010), ακολουθώντας και την ανάλογη μεθοδολογία.

Ωστόσο τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά, η θεραπεία Gestalt παραμένει ένα σύστημα ανοιχτό, σε διαρκή επικοινωνία με ό,τι άλλο συμβαίνει στο ψυχοθεραπευτικό πεδίο, ώστε να αναπτύσσεται διαρκώς μαζί με τα συλλογικά σχήματα στο πλαίσιο των οποίων και καλείται να λειτουργεί.


Επίλογος    

Ο Paul Goodman, ένας από τους πρωτεργάτες της θεωρίας της θεραπείας Gestalt, έδωσε έναν κατά τη γνώμη μου θαυμάσιο και ποιητικότατο ορισμό του ρέοντος παρόντος, ο οποίος περιγράφει θαυμάσια το όλο πνεύμα της θεραπείας Gestalt.
Σε μία πάρα πολύ επεξηγηματική και ελεύθερη (χάριν κατανόησης) απόδοση από το κλασικό κείμενο των Perls, Hefferline & Goodman (1951), ο ορισμός αυτός είναι ο εξής:

Το παρόν είναι η βίωση της συγκεκριμένης υπόστασης που μόλις έχω γίνει στην προηγούμενη στιγμή, καθώς (α) η υπόσταση αυτή «ανοίγει» σε πολλές δυνατότητες, η κάθε μία με το δικό της νόημα, ενώ (β) αυτές οι δυνατότητες τελικά αναμορφώνονται προς την κατεύθυνση μιας νέας, μοναδικής και συγκεκριμένης υπόστασης που ήδη γίνομαι την επόμενη στιγμή.


Εάν θέλετε μία 2μηνη περίπου σύντομη ενημέρωση

σχετικά με αυτά που κάνω (video-κείμενα, ομιλίες-ομάδες, βιβλία, Πολύτεχνο, Playback θέατρο, εργαστήρια, συμπράξεις – συνεργασίες), παρακαλώ σημειώστε το e-mail σας σ’ αυτήν τη φόρμα. Δεν είναι απαραίτητο το όνομα.

http://eepurl.com/dBRg81


Βιβλιογραφία   

Beisser, A. (1970). The paradoxical theory of change. In Fagan, J., & Shepherd, I. (Εds.). Gestalt Therapy Now, pp. 77-80. New York: Harper.

Bowman, C.E. (2005). The history and development of Gestalt therapy. In A.L. Woldt, & S.M. Toman (Eds.). Gestalt therapy: History, theory, and practice, pp. 3-20. Thousand Oaks, CA: Sage.

Corey, G. (1985, 1986). Theory and Practice of Group Counselling. Brooks/Cole, Monterey, CA.

Dryden, W. (1984). Individual Therapy in Britain. London: Harper and Row.

Edelman, G., & Tononi, G. (2000). Consciousness. How matter becomes imagination. London: The Penguin Press.

Fairfield, A. M. (2004). Gestalt groups revisited: A phenomenological approach. Gestalt Review, 8 (3): 336-357.

Gallagher, S., Zahavi, D. (2012) The Phenomenological Mind. Routledge. London and New York

Hatcher, C. & Himelstein, P. (1976). Handbook of Gestalt therapy. New York: Jason Aronson.

Hoell, C. (2016, September). What does the post-modernization” of Gestalt therapy concepts mean and which problems may arise?. Presentation at the 12th EAGT Conference, Italy, Taormina.

Hycner, R.A. (1990). The I-Thou relationship and gestalt therapy. Gestalt Journal, 13: 41-54.

Kepner, J.I. (1993). Body Process. Working with the body in Psychotherapy. San Francisco: Jossey-Bass Inc.

Korb, M. (2002). Theoretical and Practical Foundations of Gestalt Therapy. [Position statement: The Gestalt Approach: Basic Gestalt Therapy Theory, Gestalt Center of Gainesville, Inc.]. Retrieved  from: http://www.afn.org/~gestalt

Latner, J. (2000). The theory of Gestalt therapy. In Nevis, C.E. (ed) Gestalt Therapy: Perspectives and Applications, 13-56. Gestalt Press.

Mann, D. (2010). Gestalt Therapy: 100 Key Points and Techniques. London: Rutledge.

Meyer, K. Self as Process. Unpublished manuscript presented at New York Institute for Gestalt Therapy, 5 February, 1997

Naranjo, C. (1980). The techniques of gestalt therapy. Gestalt Journal. New York: Highland.

O’ Leary, E. (1992). Gestalt therapy. London: Chapman & Hall.

Parlett, M. (2014). What is Gestalt? British Gestalt Journal, Retrieved from 

Passons, W.R. (1975). Gestalt approaches in counselling. New York: Holt, Rinehart and Winston.

Patterson, C.H. (1973). Theories of Counselling and Psychotherapy. New York: Harper & Row.

Perls, F.S., Hefferline, R. S., Goodman, P. (1951). Gestalt Therapy: Excitement & Growth in the Human Personality. London. Souvenir Press.

Perls, F.S. (1969). Gestalt Therapy Verbatim. Toronto: Bantam.

Philippson, P. (2009). The Emergent Self: An Existential-Gestalt Approach. London: Karnac books.

Ruh, M. (1999). Diagnosis in Gestalt Therapy. Map or Territory? Studies in Gestalt Therapy, 8: 292-293.

Sils, C., Lapworth. P., & Desmond, B. (2012). An Introduction To Gestalt. London: Sage.

Smuts, J.C. (2013). Holism and evolution. Gestalt Journal Press.

Spagnuolo-Loob, M. (2001). The theory of Self in Gestalt Therapy: A restatement of some aspects. Gestalt Review, 5 (4), pp. 276-288.

Stern,  D.N. (2004). The present moment in psychotherapy and everyday life. New York: W.W. Norton & Company.

Theodorou, P. (2019). Shadow: our silent companion through life’s journey. Self-published book

Wheway. K.  2003 The self inside out.  British Gestalt Journal, 12 (2): 124-132.

Wulf, R. (1998). The historical roots of Gestalt therapy. Gestalt Journal, 21: 81-92.

Yontef, G. (1993). Awareness, Dialogue and Process. Essays in Gestalt Therapy. Highland, New York: The Gestalt Journal Press, Inc.

Θεοδώρου, Π. (2019). Ο χορός των θαυμάτων: τα μεγάλα ταξίδια στα μικρά βήματα. 2η έκδοση, Θεσσαλονίκη, Εργαστήρι Εντύπου.

——(2020). Σκιά: ο σιωπηλός σύντροφος στο ταξίδι της ζωής μας. 3η έκδοση, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Πηγή.

Εγγραφή στο Newsletter

You can change your mind at any time by clicking the unsubscribe link in the footer of any email you receive from us, or by contacting us at [email protected]. We will treat your information with respect. For more information about our privacy practices please visit our website. By clicking below, you agree that we may process your information in accordance with these terms.

We use Mailchimp as our marketing platform. By clicking below to subscribe, you acknowledge that your information will be transferred to Mailchimp for processing. Learn more about Mailchimp's privacy practices here: https://mailchimp.com/legal/

 Newsletter Permissions * :