Στο άνοιγμα της αυλαίας, φαίνεται ένα λιτό σκηνικό:
Μια πόρτα ανοιχτή. Ο Κορωνοϊός βγαίνει από το δωμάτιο. Ο Έλληνας γονατιστός, με θρησκευτική ευλάβεια, τον παρακαλεί να μείνει.
[ΕΛΛ.] Πού πας; προς τα πού τραβάς;
Πού πας, αν ζω ή αν πεθαίνω δε ρωτάς,
πού πας, πες μου δεν τελείωσε για `μας
[ΚΟΡ.] Άσε με να φύγω σε παρακαλώ,
όλο και πιο λίγο κάθε μέρα ζω.
Κουράστηκα δεν πάει άλλο πια.
Πες πως μ’ αντάμωσες μια νύχτα σ’ ένα όνειρο.
[ΕΛΛ.] Μείνε σε παρακαλώ,
φεύγεις και σε χάνω, χάνομαι κι εγώ.
Μείνε σε παρακαλώ, θα `μαι στη ζωή
κι όμως δε θα ζω.
Για σένα αναπνέω, αμφιβολίες δε χωράνε εδώ.
[ΚΟΡ.] Άκρη δε βρίσκουμε οι δυο μας,
μην προσπαθείς πια να με πείσεις.
Άσε, μην επιμένεις, αφού δε με καταλαβαίνεις.
[ΕΛΛ.] Τι μου ζητάς τι θέλεις θα το κάνω
πες μου το θα το ‘χεις κι ας πεθάνω
Θα βγαίνω θα πίνω και λόγο δε θα δίνω,
θα βγαίνω θα πίνω θ’ ανάβω και θα σβήνω.
Μέτρα τα σφάλματα που έκανα για σένα.
Μέτρα τους δρόμους που περπάτησα για σένα.
[ΚΟΡ. – εμφανώς συγκινημένος]
Πώς να φύγω, που την καρδιά μου καίω λίγο λίγο
μα πάλι εδώ σε εσένα καταλήγω.
Πες μου ακόμα λίγο αν μ’ αγαπάς,
θα περιμένω, θα παλέψω για μας…
Ο Κορωνοϊός μπαίνει ξανά στο δωμάτιο
κλείνοντας πίσω του απαλά την πόρτα κι αγκαλιάζει με μακάβρια τρυφερότητα τον Έλληνα. ΑΥΛΑΙΑ.
_____________
Σημείωση:
Όπως βλέπετε, είναι η αυθεντικότητα στην τελευταία επίκληση του Έλληνα (ένα αριστούργημα στο παγκόσμιο ρεπερτόριο), που πείθει τελικά τον άσπλαχνο Κορωνοϊό να δώσει μία παράταση άγνωστης διάρκειας στη δραματική τους σχέση.