2
Ο Σεθ το αποφάσισε. Από αύριο θα την παρακολουθούσε.
Εδώ και τόσον καιρό τώρα, καθημερινά, την παραμονεύει από το παράθυρό του. Η εμφάνισή της κρατούσε όλο κι όλο δυο-τρία λεπτά. Χρόνος όμως αργός, πολύτιμος, στάλες αιωνιότητας για τον Σεθ. Η μορφή της πάντα μ’ εκείνο το ίδιο, ψιλό και άχαρο αδιάβροχο σε χρώμα μπεζ σκατουλί, πρόβαλλε τις καθημερινές γύρω στις εννιά το πρωί από το μικρό στενάκι πλάι στο μαγαζί με τα παρδαλά ρούχα – σαν κούκλα που ξαφνικά πηδούσε από τη βιτρίνα στο πεζοδρόμιο.
Περνούσε τον δρόμο, ίδια ελαφίνα, σχεδόν χωρίς να κοιτάζει δεξιά-αριστερά. Φτάνοντας απέναντι πήγαινε λίγα μέτρα διαγώνια, προς τα δεξιά, έφτανε σύριζα στους τοίχους των σπιτιών. Περνούσε μπροστά από την αιωνίως μισάνοιχτη μαντεμένια εξώθυρα της παμπάλαιης πολυκατοικίας, μίκραινε το βήμα της ρίχνοντας μια βιαστική ματιά στο σκοτεινό άνοιγμα, και χανόταν βιαστικά πίσω από το γωνιακό ανθοπωλείο.
Τότε, μόλις ξέφευγε από τα μάτια του, ο Σεθ έμενε για πολλή ώρα ακίνητος στο παράθυρο. Κάρφωνε το βλέμμα στο χνάρι της διαδρομής της, μια χρυσαφιά γραμμή που έπαλλε χαρούμενα, κι αυτός να χαϊδεύει με το βλέμμα του κάθε χιλιοστό της.
Άνθρωποι, λεωφορεία, αυτοκίνητα, ό,τι βέβηλο πήγαινε να κόψει το μονοπάτι των φωτεινών της βημάτων εξαφανιζόταν από το οπτικό πεδίο του Σεθ. Γινόταν αόρατο, ακριβώς τη στιγμή που άγγιζε το χνάρι της, γιατί τίποτα δεν μπορούσε να κόψει τη συνέχειά του στην άσφαλτο κι όλα τα άλλα του κόσμου έσβηναν κι απόμενε αυτός, στη μια μεριά της γης, ν’ ακουμπά το μέτωπο στο τζάμι του παραθύρου πατώντας γερά στο πάτωμα, πασχίζοντας να ριζώσει για να μην γίνει πολύχρωμο κομφετί και σκορπίσει στους πέντε ανέμους. Κάπου πέρα μακρυά, στην άλλη μεριά της γης, στεκόταν κι αυτή. Σ’ όλη την πλάση μόνο οι δυο τους και μέσα στο μεγάλο τίποτα να τους ενώνει ο αλλόκοτος ομφάλιος λώρος της χρυσαφιάς γραμμής των βημάτων της, καθώς γινόταν ένα με τη γραμμή του βλέμματός του.
Ναι, ο Σεθ το είχε αποφασίσει.
Από αύριο θα την παρακολουθούσε. Θα κυλούσε στις ράγες των βημάτων της, κι ό,τι ήταν να γίνει, ας γινόταν. Δυο άνθρωποι με όλο αυτό να έχει γίνει ανάμεσά τους σ’ ένα ξένο και τόσο αφιλόξενο μέρος, δεν γινόταν να μην συναντηθούν. Όχι. Δεν γινόταν.
(Χασίμο Κιραμότο, «Το μοβ στο γαλάζιο», 2004) – απόσπασμα 2