επισκόπηση σελίδων-Β

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Ό,τι ακολουθεί προστατεύεται από τη νομοθεσία περί πνευματικής ιδιοκτησίας.

Τα αρχεία αποτελούνται από ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ παραγράφων κάποιων ενοτήτων ενότητας και από πολύ λίγα εκ των λογοτεχνικών παραθεμάτων που βρίσκονται στο τέλος κάθε ενότητας (200 στο σύνολο).

Τα σύμβολα     >>>>>>>       αντιστοιχούν σε κείμενο που
ΔΕΝ συμπεριλαμβάνεται στην επισκόπηση. 


6.1.  Αναπτύσσοντας τον ορισμό της επίγνωσης.

>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Έτσι, θα έλεγα ότι: “επίγνωση” είναι το συνεχές όλων των εμπλεκόμενων ενσώματων, νοητικών, συνειδητών και μη διαδικασιών δημιουργίας εμπειρίας (υπενθυμίζω ότι πρόκειται για μία προσωπική προσέγγιση της έννοιας)· ή, διαφορετικά, όταν μελετώ την επίγνωση (τη φύση, τις διάφορες μορφές και τα διαφορετικά επίπεδά της), μελετώ το πώς δημιουργείται η εμπειρία μου, το πώς βιώνω εμένα τον ίδιο “μέσα” στον κόσμο, το πώς έρχομαι σε επαφή με την ύπαρξή μου και με “αυτό που είναι” (με ό,τι συμβαίνει) στο “εδώ και τώρα” μου (Mann, 2010, σ. 29), το πώς βιώνω εγώ, ο ίδιος, τα γεγονότα της ζωής μου.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>

6.2.  Βασική – συνειδητή επίγνωση: μία πρόταση.

>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Προσωπικά, έχοντας υπ’ όψιν το πεδίο των δικών μου δραστηριοτήτων, χρησιμοποιώ και προτείνω μια εξαιρετικά απλή ορολογία, διακρίνοντας δύο μορφές επίγνωσης (έστω και αν μου καταλογιστεί ότι ίσως απλοποιώ υπερβολικά τα πράγματα)· οι δύο αυτές μορφές, είναι η “βασική” και η “συνειδητή” επίγνωση – οι οποίες απαρτίζουν ένα συνεχές.

Το κριτήριο ορισμού αυτών των δύο ειδών επίγνωσης προκύπτει αν σκεφτούμε το αν και κατά πόσον συμμετέχει στο κάθε ένα η συνείδηση – ασχέτως αν, σχεδόν πάντα, η επίγνωση περιλαμβάνει έστω και ελάχιστα ποσοστά συνείδησης (εκτός από την περίπτωση της ιδιοδεκτικής – κιναισθητικής επίγνωσης – βλ. 4.2).
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>

*** (1) Η επίγνωση, στα κατώτατα στρώματά της, στα οποία η συμμετοχή της συνείδησης είτε δεν υπάρχει καθόλου είτε είναι ελάχιστη, προτείνω να ονομάζεται “βασική”.

Οι διαδικασίες αυτής της περιοχής του συνεχούς της επίγνωσης, αφορούν στην αμεσότητα των βιωμάτων μας, με το σπινθήρισμά τους, με τη φρεσκάδα τους, με την ίδια τη στιγμή της σύνθεσής τους, όταν δεν νοιαζόμαστε να τα φωτογραφίζουμε (να τα παρατηρούμε) έντονα και διαρκώς με τη συνείδησή μας.
Η βασική επίγνωση, περιλαμβάνει καταρχάς, ούτως ή άλλως, ως ένα είδος περιοχής με “ειδική αποστολή”, την υπόγεια, σωματικής προελεύσεως, μη συνειδητή, πρωταρχική, ιδιοδεκτική και κιναισθητική επίγνωση πως είμαι πάντα “εγώ” ο δρων παράγοντας σε ό,τι και αν κάνω (βλ. 4.2) Έτσι, θα λέγαμε ότι η βασική επίγνωση, εκτός από αυτήν τη ζώνη της:

(1α) περιλαμβάνει τις κάθε είδους μη συνειδητές παροντικές στιγμές, δηλαδή τα άδηλα βιωματικά στοιχεία που  γεννιούνται μόνο στο “εδώ και τώρα” και συγκροτούν την άδηλη ατζέντα της εμπειρίας μας και
(1β) αφορά κάθε είδους σύνθετο βίωμα, στο οποίο συμμετέχει μεν η συνείδηση, αλλά όχι σε μεγάλο ποσοστό.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>

*** (2) Η επίγνωση, στα ανώτερα στρώματά της, στα οποία η συνείδηση συμμετέχει όλο και περισσότερο, προτείνω να ονομάζεται “συνειδητή”.
Θα λέγαμε ότι οι διαδικασίες της συνειδητής επίγνωσης δίνουν σχήμα (αναγνωρίσιμο από εμένα τον ίδιο), στο όλον της εμπειρίας μου· όταν λέω“τώρα νιώθω ότι…” ή “μόλις ένιωσα ένα σφίξιμο στο στομάχι…” ή “τώρα που κατάλαβα τι έγινε χθες, θέλω να βάλω τα κλάματα…”, στην ουσία κινητοποιώ τη συνειδητή μου επίγνωση. Περιλαμβάνει:

(2α) κάθε είδους συνειδητές παροντικές στιγμές,
(2β) σύνθετα βιώματα στη διαμόρφωση των οποίων η συνείδηση έχει παίξει μεγάλο ρόλο,
(2γ) την παρατήρηση της ίδιας μας της εμπειρίας.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Όσο ανεβαίνουμε στο συνεχές της επίγνωσης, η συνείδηση συμμετέχει όλο και περισσότερο· οπότε, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι στη βασική επίγνωση δεν έχουμε συνείδηση: στο μεγαλύτερο μέρος της περιοχής της βασικής επίγνωσης έχουμε συνείδηση, απλώς η συμμετοχή της στη σύνθεση της εμπειρίας δεν είναι έντονη. Επίσης, στα ανώτερα στρώματα του συνεχούς, η συνείδηση μάς επιτρέπει να παρατηρούμε την εμπειρία μας (S. Gregory, προσωπική επικοινωνία, 2016), αλλά φυσικά, ακόμα και η ίδια αυτή η παρατήρηση δεν παύει να είναι μία ολιστική λειτουργία στην οποία, παρότι κυριαρχεί η συνείδηση, εξακολουθεί να συμμετέχει το σώμα και το συναίσθημά μας.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>

7.2.  Η υπερλειτουργία της συνείδησης. 

Την προστασία μας λοιπόν, όταν απειλούμαστε από το καινούριο, αναλαμβάνει η συνείδηση, αναπτύσσοντας με τον καιρό τη συνήθεια να υπερλειτουργεί και να λειαίνει τα βιώματά μας, ώστε να μπορούν να τακτοποιούνται μεταμφιεσμένα σε νοητικές κατασκευές.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Έτσι, οι συνέπειες ενός συνεχόμενου “πραξικοπήματος” της συνείδησης σε βάρος της επίγνωσης, είναι πολλές.

*** (α) Η “αποξήρανση” των βιωμάτων.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Οι γοητευτικές ασυμμετρίες που χαρακτηρίζουν το πώς αντιλαμβανόμαστε μη διαφοροποιημένο και με ασαφή περιγράμματα διαισθητικό βιωματικό υλικό, το οποίο κινείται στα στρώματα της βασικής επίγνωσης, τακτοποιούνται σε σαφείς κατηγορίες – “τι να σου πω… τα πράγματα είναι ή έτσι ή αλλιώς… δεν μπορείς να λες ότι δεν ξέρεις πώς έφτασαν εδώ που έφτασαν… ήθελες αυτό κι αυτό με συνέπεια να πράξεις εκείνο κι εκείνο”. Τα μικρά διάσπαρτα κενά και η ελεύθερη ροή βιωματικού υλικού αυτού του είδους, τα οποία του προσδίδουν συγκινησιακή ένταση και κινητοποιούν τη δημιουργικότητά μας και την ανάγκη μας να το ανακαλύψουμε, γεμίζουν, συμπληρώνονται σε σαφείς δομές από αυθαιρεσίες της συνείδησης – όπως, αν δούμε ένα σχήμα από το οποίο λείπουν κάποια κομμάτια του περιγράμματός του, μπορούμε να το συμπληρώσουμε στη φαντασία μας και να το δούμε ολόκληρο.

Έτσι, μου αρέσει να ακούω κυρίως “καλούς”, γνώριμους ήχους, που μου “κάνουν νόημα” – τους καταλαβαίνω γιατί εύκολα τους αναγνωρίζω, τους κατατάσσω στο νου μου, ελέγχοντας τη συναισθηματική τους επίδραση επάνω μου. Ενοχλούμαι όταν δεν “καταλαβαίνω καλά”, όταν δυσκολεύομαι να βρω “τι θέλει να πει” ένα ποίημα, μια εκ πρώτης όψεως ακατανόητη ζωγραφιά, ο παχύς συμφωνικός ήχος, ο οποίος δεν έχει εύκολα αναγνωρίσιμες μελωδίες, η αναρχία της jazz, το ρίσκο και η έκπληξη του αυτοσχεδιασμού ή ένα θέαμα, μία παράσταση, η οποία δεν έχει σαφή αφηγηματική δομή, αλλά αποσκοπεί απλώς στη δημιουργία μια ατμόσφαιρας ή συγκίνησης κοκ· επίσης, δυσκολεύομαι να αφεθώ στην ορμή ενός ορμητικού έρωτα, ο οποίος, λόγω της άνευ όρων και ορίων παράδοσης που προϋποθέτει, απειλεί την τάξη και την οργάνωση της συναισθηματικής μου ζωής και θα μου αποκάλυπτε όψεις που κηλιδώνουν την αυτοεικόνα μου (αδυναμία, απόγνωση, ανεπάρκεια, παράδοση, εξάρτηση κλπ).

Γενικότερα, αναπτύσσω ένα είδος φοβίας για ό,τι περιλαμβάνουν οι λιγότερο συνειδητές περιοχές της εμπειρίας μου (Polster & Polster, 1973), εκεί όπου τα στοιχεία του κόσμου φαίνονται λιγότερο διαφοροποιημένα μεταξύ τους, μοιάζουν να διαχέονται το ένα στο άλλο, με σχετικά ασαφή περιγράμματα.

*** (β) Η διαταραχή του ομαλού ρυθμού της εμπειρίας.

Επίσης, όταν υπερλειτουργεί η συνείδηση και αμβλύνεται η επίγνωση, οι μορφές της εμπειρίας μας δεν ολοκληρώνονται, λόγω βραχυκυκλωμένης επίγνωσης, γιατί η ροή της παύει να είναι ομαλή και συνεχής: το βίωμα “πρέπει” να προσαρμοστεί στον έλεγχό μας, στο σχήμα που του δίνουμε νοητικά, ώστε να περιέχει μόνον όσα με τη συνείδησή μας του επιτρέπουμε να περιέχει. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο κύκλος της εμπειρίας διακόπτεται σε οποιαδήποτε φάση του. Η παροντική μας εμπειρία, σμιλεμένη μόνο στο νου μας μέσω της συνείδησης, είναι επίπεδη και βαρετή, ενώ τα συναισθήματά μας δεν έχουν κάποιον στόχο, ένα κανάλι για να “διοχετευτούν” (Fairfield, 2004).
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>


7.3.  Η “λείανση” της εμπειρίας, το ονειρικό υλικό και τα “γκαγκ” στην κινηματογραφική αφήγηση. 

>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Αυτού του είδους δομές ονειρικού υλικού φαίνονται ασύμβατες και αταίριαστες μεταξύ τους, χωρίς λογική σειρά και δομή, στον στενό φακό της συνείδησης· μάλιστα, όσο επιχειρούμε να τις ανακαλέσουμε στη νόησή μας και στον περιοριστικό πάγκο της συνείδησης, τόσο περισσότερο τις στρογγυλεύουμε, προβάλλουμε επάνω τους “αρτιότερες φόρμες”, γεμίζουμε τα κενά μεταξύ τους, δημιουργούμε λογικές συνδέσεις, γεφυρώνουμε ασυμβατότητες, ώστε οι δομές αυτές να είναι κατανοητές από τη συνείδηση. Και αν τελικά καταφέρουμε να ανακατασκευάσουμε το όνειρο, δεν θα έχει καμία σχέση όχι μόνο δομικά, αλλά επίσης από άποψη “φρεσκάδας” και ζωντάνιας με το όνειρο του ύπνου μας.

Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι το ονειρικό υλικό από τη φύση του δεν μπορεί να δεχτεί την υπερβολική “ανάκριση” όταν πρόκειται να γίνει αντιληπτό από τη συνείδηση, καθώς δεν αντέχει την υπερβολική επεξεργασία της, χωρίς να διαλυθεί.

Αντίθετα, οι αντιφάσεις και οι αντιθέσεις διάχυτων ονειρικών δομών, συνυπάρχουν θαυμάσια και αρμονικότατα σε ένα πιο διαισθητικό επίπεδο αντίληψης.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Με ανάλογο τρόπο κινούμαστε σε έναν χώρο με ημίφως: αν χαλαρώσουμε την όρασή μας και πάψουμε να εστιαζόμαστε σε συγκεκριμένα σημεία, ξεπηδούν σχεδόν μαγικά οι σουρεαλιστικοί σχηματισμοί που σχηματίζουν στην οπτική μας αντίληψη τα αντικείμενα του χώρου, με όλη την απατηλή ονειρική τους ποιότητα (Ehrenzweig, σ. 273), φτιάχνοντας μια συνολική “σύνθεση”. Αντίθετα, όσο παλεύουμε να ξεχωρίσουμε σαφή και συγκεκριμένα περιγράμματα, τόσο κουράζουμε την όρασή μας και γεμίζουμε άγχος.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Κάτι ανάλογο με τα παραπάνω, συμβαίνει και με βιώματα που κινούνται κυρίως προς την περιοχή της βασικής επίγνωσης, με πολλά αδιαφοροποίητα και λιγότερο συνειδητά βιωματικά στοιχεία: τέτοια βιώματα δεν “αντέχουν” την υπερβολική επεξεργασία της συνείδησης, όταν αυτή υπερλειτουργεί, αποσχισμένη από την αρμονική της συνεργασία με την επίγνωση.Όσο προσπαθούμε να λειαίνουμε τα βιώματά μας για να τα στριμώξουμε στην αυστηρότητα και τους περιορισμούς της συνείδησης, τόσο πιο αδιάφορα γίνονται, χάνουν τη λάμψη τους, ενώ, επίσης, τόσο περισσότερο μας αγχώνει η ματαιότητα του εγχειρήματός μας – όπως όταν προσπαθούμε να ξεχωρίσουμε λεπτομέρειες αντικειμένων στο ημίφως.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>


7.4.  “Μισοτελειωμένες υποθέσεις” και “παγωμένα” σύνολα εμπειρίας.

>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Το όλον της εμπειρίας μας, το οποίο ήταν προορισμένο να σχηματιστεί πλήρως και στη συνέχεια να διυλιστεί μέσα στο φόντο, “κρυσταλλοποιείται” προτού ολοκληρώσει τον κύκλο του· η εμπειρία “διακόπτεται” από τη φυσιολογική της εξέλιξη, δεν “κλείνει” σύμφωνα με την εξέλιξή της, εκτρέπεται προς άλλη κατεύθυνση, η οποία δεν ταιριάζει με την αρχική μας ανάγκη.

Είναι σαν μια εμπειρία να “πάγωσε”, να μην περατώθηκε ώστε να μπορέσει να διυλιστεί στο φόντο, συγκρατώντας όμως σαν συμπιεσμένο ελατήριο την ενέργειά της· αυτό το “παγωμένο βιωματικό όλον” (μία “παγωμένη gestalt εμπειρίας”, όπως λέγεται στη θεραπεία Gestalt) είναι σαν κάτι να μένει στη μέση, μισό· σαν να γίνεται μια “μισοτελειωμένη υπόθεση”, η οποία θα εκκρεμεί διαρκώς και θα ζητά στα μελλοντικά παρόντα την ολοκλήρωσή της, την απελευθέρωση της συσσωρευμένης ενέργειας. Όμως οι μετέπειτα απόπειρες εκτόνωσής της δεν αποφορτίζουν την ενέργεια του αρχικού βιώματος, γιατί δεν αποτελούν τη φυσική του συνέχεια, αυτό που πραγματικά χρειαζόταν για να ολοκληρωθεί.
Σε κάθε περίπτωση, ο αρχιτέκτονας των “μισοτελειωμένων υποθέσεών” μας, είναι η υπερλειτουργούσα συνείδηση, η οποία εκτοπίζει την επίγνωση και αναλαμβάνει να στρογγυλεύει και να τεμαχίζει τα απειλητικά μας βιώματα, δημιουργώντας όμως διαρκώς “εκκρεμότητες” και ανολοκλήρωτες δομές στη ροή της εμπειρίας μας.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Θεωρώ πως με τη λογική των συστημάτων, δεν θα ήταν καθόλου υπερβολικό να λέγαμε ότι “μισοτελειωμένες υποθέσεις” είναι, κατά έναν τρόπο, μία εκδήλωση της αυτοοργάνωσης του οργανισμού μας: δημιουργείται μία σταθερή δομή τάξης, η οποία διατηρείται στον χρόνο – ό,τι δηλαδή σημαίνει η ιδιότητα της αυτοοργάνωσης. Όμως, αυτό το φαινόμενο, στην περίπτωση των “μισοτελειωμένων υποθέσεων”, έχει δυσμενή αποτελέσματα, γιατί είναι “τοπικό”: αφορά μόνο μία συγκεκριμένη περιοχή του συνολικού συστήματος της ύπαρξής μας και όχι ολόκληρο το οικοδόμημά μας. Οπότε, το αποτέλεσμα είναι να έχουμε μεν την αυτοοργάνωση μιας ισχυρής δομής, η οποία όμως εμποδίζει την ενέργεια να ρέει ελεύθερα στο σύνολο της ύπαρξής μας – δηλαδή, μία “τοπική” αυτοοργάνωση, εμποδίζει την αβίαστη συνολική μας αυτοοργάνωση (κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τον καρκίνο)…
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>

7.5.  Επίγνωση, “παρατήρηση” και “μόδα”.

>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Η εκφόρτιση ενός αποθηκευμένου φορτίου κάποιας βασανιστικής “μισοτελειωμένης υπόθεσης” δεν είναι μόνο ζήτημα νοητικών διεργασιών και είναι εντελώς αδύνατον να συμβεί μέσα από παρατήρηση, λόγω της ολιστικής μας φύσης. Όταν κάποτε ένα βίωμα εγγράφηκε στον προσωπικό μας κόσμο, αυτό συνέβη σε όλα τα επίπεδα της ύπαρξής μας: σώμα, νου, συναίσθημα, συμπεριφορά. Το να μου πει κάποιος στο παρόν μου απλώς ότι, “ξέρεις, έχεις αυτήν τη ‘μισοτελειωμένη υπόθεση’ γι’ αυτό και ενεργείς διαρκώς έτσι σε αυτές κι εκείνες τις καταστάσεις”, δεν σημαίνει απολύτως τίποτα: είναι μόνο μία πληροφορία που εγγράφεται στο νου μου – τα νευρωνικά μονοπάτια και εν γένει τα “σχήματα” (βλ. 4.9) με τα οποία οργάνωνα την τότε εμπειρία μου, εξακολουθούν να ισχύουν στο παρόν μου, όπως “τότε”, σε επίπεδο σώματος και συναισθήματος.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Πιστεύω πως, κάποιες φορές, στις Δυτικές κοινωνίες, η ταύτιση της επίγνωσης με την παρατήρηση γίνεται αυτοσκοπός, με το πρόσχημα της καλυτέρευσης διάφορων συνθηκών της καθημερινότητας. Σε απάνθρωπες συνθήκες πολύωρης και αδιάφορης δουλειάς (ιδιαίτερα σε τεχνοκρατικά περιβάλλοντα και στον χώρο υψηλόβαθμων στελεχών), είναι πολύ “της μόδας” διάφορες συμβουλές και μικρές ασκήσεις “που γίνονται παντού και σε οποιαδήποτε στιγμή”, σχετικές με την αυτοπαρατήρηση, θεωρούμενη ταυτόσημη με την επίγνωση.
Για παράδειγμα, τέτοιες ασκήσεις μπορεί να είναι: ολιγόστιγμη επικέντρωση στην αναπνοή, στη στάση του σώματος, εστίαση του βλέμματος σε ένα σημείο, εστίαση στα μηνύματα των πέντε αισθήσεων και στον μυϊκό τόνο, σιωπηλές ερωτήσεις του είδους “τώρα, πόσο θέλω να είμαι εδώ που είμαι ή να κάνω αυτό που κάνω ή τι χρειάζομαι τώρα ανεξάρτητα αν δεν μπορώ να το έχω” κοκ.

Τόσο οι συμβουλές όσο και οι ασκήσεις αυτές μπορεί να είναι ολόσωστες και, όντως, να βοηθούν σημαντικά στην ανάπτυξη της επίγνωσης. Όμως, ιδιαίτερα όταν μιλούμε για “μισοτελειωμένες υποθέσεις”, τέτοιες ασκήσεις πιστεύω ότι είναι απλώς παρακάμψεις της ουσιαστικής διαδικασίας αντιμετώπισής τους. Επίσης, πιστεύω πως όταν τέτοιες πρακτικές γίνονται αυτοσκοπός, σημαίνει ότι κάποιος έχει αποδεχτεί τη συνολική αρνητική συνθήκη της ζωής του και απλώς αποπειράται να την αντέχει, αντί να αγκαλιάζει τη συνολική υπαρξιακή εικόνα και να εξερευνά δημιουργικά τις ευρύτερες δυνατότητες αλλαγής. Έτσι, κάποιες φορές, δημιουργείται ως απόλυτο ζητούμενο η δύναμη, η αντοχή, η αίσθηση ότι αντεπεξέρχομαι σε στείρες συνθήκες καθημερινότητας, ενώ η αδυναμία, η απόγνωση, η δυστυχία, η επιθυμία να “τα τινάξω όλα στον αέρα”, η παράλυση στις αντιξοότητες της ζωής, σημαίνουν “αποτυχία”.

Με την ίδια λογική, θεωρώ ότι κάποιες φορές υπερεκτιμάται η σχέση της επίγνωσης ως παρατήρηση, με την πνευματική οδό. Αναρωτιέμαι, πόσο μπορεί πραγματικά ο Δυτικός τεχνοκράτης καταναλωτής να αγγίξει ουσιαστικά στοιχεία της πνευματικότητάς του στη διάρκεια ενός Σαββατοκύριακου ή λίγων στιγμών διαλογισμού και τέτοιων ασκήσεων και πρακτικών “αυτοπαρατήρησης σε συνθήκες γραφείου”; Υπάρχει άραγε κάποιος διακόπτης που μας κάνει να αντέχουμε το αστραπιαίο πέρασμα από την κατάσταση επίγνωσης στην κατάσταση του σούπερ μάρκετ, της οθόνης του υπολογιστή, του κόσμου των ειδήσεων, των δανείων, των πιστωτικών καρτών, της κοινωνικής δικτύωσης και των κινητών; Πόσο μπορεί ένα σημερινό ανθρώπινο ον που ζει μία αστική ζωή της λογικής οικονομικών ισολογισμών και “project”, όσο και αν παρατηρεί τον Εαυτό του, να ισχυριστεί ότι ασχολείται ουσιαστικά με την επίγνωσή του, χωρίς να γίνεται “τουρίστας” ή να καθιστά σπορ και γραφική την έννοια της “προσωπικής ανάπτυξης”, της “αυτοβελτίωσης” καθώς όλες τις συναφείς έννοιες που διαρκώς ευτελίζονται σε ποπ περιοδικά, γελοίες τηλεοπτικές εκπομπές και προκλητικά απλοϊκές αναρτήσεις στο facebook;
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
__________________________
75.{Τι μπορεί να μου δώσει η Κίνα που η ψυχή μου δεν μου το έχει ήδη δώσει; Κι αν η ψυχή μου δεν μπορεί να μου το δώσει, πώς θα μου το δώσει η Κίνα, εφόσον με την ψυχή μου θα δω την Κίνα, αν ποτέ τη δω;}*{Τα αληθινά τοπία είναι αυτά που εμείς οι ίδιοι δημιουργούμε, γιατί έτσι, όντας οι θεοί τους, τα βλέπουμε όπως αληθινά είναι, δηλαδή όπως δημιουργήθηκαν. Κανένα από τα επτά μέρη του κόσμου δεν είναι αυτό που με ενδιαφέρει και μπορώ πραγματικά να δω. Αυτό που διατρέχω είναι το όγδοο μέρος και είναι δικό μου.} – (Σοάρες-1)
__________________________

 

8.1.  Η κεντρική ιδέα στην “παράδοξη θεωρία της αλλαγής”.

>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, όσο περισσότερο κάποιος προσπαθεί να αλλάξει, να γίνει κάτι που δεν είναι, τόσο παραμένει ίδιος. Η αλλαγή, η νέα κατάσταση, δεν έρχεται από την βεβιασμένη, κατευθυνόμενη μεταβολή. Έρχεται από την πλήρη βίωση της παρούσας κατάστασης, που φυσιολογικά γίνεται το φόντο για το επερχόμενο στάδιο (για τη διάδοχη κατάσταση αυτού που ήδη, στο “τώρα”, ήδη “είναι” και τείνει να μεταβληθεί).
Το παράδοξο βρίσκεται στο ότι, αντίθετα με τις καθιερωμένες απόψεις περί της “δύναμης” του ανθρώπου, όσο περισσότερο ένας άνθρωπος παλεύει να γίνει κάποιος που δεν είναι στο “τώρα” του, τόσο περισσότερο παραμένει ο ίδιος. Αντίθετα, όσο περισσότερο γίνεται ολόκληρος αυτό που είναι στο “τώρα” του, τόσο πιο αυθεντικά και ουσιαστικά προκύπτει η αλλαγή. Ή, διαφορετικά, όταν κάποιος διαθέτει τον χρόνο και την τεράστια προσπάθεια που απαιτείται για να ταυτιστεί με αυτό που παράγει η τωρινή του εμπειρία και αυτοσυναίσθηση, τότε, γίνεται ολόκληρος· τότε, επίσης, δημιουργούνται συνθήκες υποστηρικτικές της ανάπτυξης και της αλλαγής, η οποία επέρχεται ως φυσικό αποτέλεσμα αποδοχής “αυτού που τώρα είναι” και όχι ως επιβολή από το ίδιο ή κάποιο άλλο πρόσωπο
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>


8.4.  Η αυτοοργάνωση και η απώλεια νοήματος στο “κατώφλι της αλλαγής” ενός προσώπου ή μιας σχέσης.

Πιστεύω ότι στην κατανόηση του πυρήνα της “παράδοξης θεωρίας της αλλαγής”, μπορεί να συμβάλλουν καθοριστικά όσα σημειώσαμε στην ενότητα 1.11 για τις ιδιότητες της αυτοοργάνωσης των συστημάτων.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>

Η συμπεριφορά των πολύπλοκων συστημάτων καθώς αυτοοργανώνονται, θεωρώ ότι αποτελεί ένα θαυμάσιο πλαίσιο για να κατανοήσουμε τόσο την αλλαγή όσο και άλλα φαινόμενα που χαρακτηρίζουν τους αυτοσχεδιαστικούς τρόπους με τους οποίους εξελίσσεται (α) το συνεχές της ανθρώπινης εμπειρίας και (β) οι διάφορες όψεις των ανθρώπινων σχέσεων.

Πρώτα-πρώτα, θεωρώ πως μπορούμε να παραλληλίσουμε το φαινόμενο της αλλαγής, τόσο στη δική μας ζωή όσο και στην εξέλιξη μιας σχέσης, ως το σύνολο των διαδικασιών μετάβασης της ύπαρξής μας ή της σχέσης μας από τη μία κατάσταση τάξης στην επόμενη. Βλέπω το σύνορο ανάμεσα στις δύο εύτακτες καταστάσεις, το “χείλος του χάους”, να αντιστοιχεί στο γόνιμο κενό: σε μία περίοδο όπου ολοκληρώνεται ένας βιωματικός κύκλος προσωπικής εμπειρίας και ετοιμάζεται να ανοίξει ο επόμενος, όπου ο άνθρωπος, ως ένα εξαιρετικά πολύπλοκο σύστημα (ένα όλον φυσικών και ψυχολογικών στοιχείων), περνά σε μία νέα κατάσταση αυτοοργάνωσης. Στη φάση αυτή, η οποία συχνά λέγεται και “το κατώφλι της αλλαγής”, το παλιό δεν μας ταιριάζει πια, αλλά το καινούριο δεν έχει φανεί ακόμα ξεκάθαρα: συγχέονται ανάλογα με το πώς θολώνουν τα περιγράμματα στο απατηλό λυκόφως· υπάρχουν όλα όσα χαρακτηρίζουν το “χείλος του χάους”: περισσότερο ή λιγότερο ασυνάρτητη συμπεριφορά και συναισθήματα, αστάθεια, κυκλοθυμισμός (καθώς εξετάζουμε ξανά και ξανά τις δυνατότητες σε έναν συχνά ατέρμονα εσωτερικό διάλογο), απρόβλεπτες εναλλαγές διάθεσης, υψηλότατη ενέργεια από τη διαρκή κινητικότητα και ανησυχία.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Ωστόσο, τα αποτελέσματα της αλλαγής συχνά μας ξαφνιάζουν. Όταν ένα σύστημα αυτοοργανώνεται σε μία νέα κατάσταση ισορροπίας, συχνά εμφανίζει γνωρίσματα που δεν διέθετε στην προηγούμενη: εμφανίζει “αναδυόμενες ιδιότητες” (βλ. 1.11). Αντίστοιχα, βγαίνοντας από το “κατώφλι της αλλαγής”, υπάρχει περίπτωση να διαπιστώσουμε αποκρίσεις μας που μάς ξαφνιάζουν, που δεν χαρακτήριζαν καθόλου τη μέχρι τότε συνηθισμένη μας συμπεριφορά· ο δειλός γίνεται τολμηρός, ο κυρίαρχος και αφέντης γίνεται σκλάβος που εκλιπαρεί αυτόν που ταπείνωνε· ή, αναφερόμενοι σε μία σχέση που μόλις πέρασε μία φάση αλλαγής, διαπιστώνουμε ότι ακολουθεί μία εντελώς απρόσμενη εξέλιξη: εκεί που όλα έδειχναν χωρισμό, ξεκινά μία νέα φάση κοινής ζωής – ή το αντίστροφο. Με άλλα λόγια, αν θεωρήσουμε ένα πρόσωπο ή μία σχέση ως σύστημα, θα λέγαμε ότι είναι πιθανό να αναπτύξουν μέσα στο “κατώφλι της αλλαγής” κάποιες “αναδυόμενες ιδιότητες”.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>


8.9α. Η ελεύθερη βούληση, οι ντετερμινιστικές θεωρίες της φυσικής, η εντροπία.

>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Στη γλώσσα του μαθηματικού χωροχρονικού μοντέλου, οποιοσδήποτε χρονικός προσδιορισμός δεν είναι παρά μία συντεταγμένη, η οποία απλώς προσδιορίζει τη θέση μας στον χρόνο. Οι συνηθισμένες μας χρονικές αναφορές καταδεικνύουν μόνο τον χρονικό μας προσανατολισμό: όπως συμβαίνει με τον χωρικό προσδιορισμό του αντικειμένου Α ως προς το Β, όταν λέμε ότι το Α βρίσκεται αριστερά ή δεξιά του Β, έτσι συμβαίνει και όταν λέμε ότι το γεγονός εκείνο συνέβη πριν ή μετά το άλλο.

Αν τώρα, αυθαίρετα, αποσπάσουμε αυτό το μοντέλο από τη μαθηματική του περιγραφή και επιχειρήσουμε να δομήσουμε μία φιλοσοφική προσέγγιση του κόσμου, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι θα έχουμε πλέον στα χέρια μας κάτι άλλο και όχι ένα μαθηματικό μοντέλο. Θα έχουμε μία φιλοσοφική υπόθεση, κατασκευασμένη σύμφωνα με τον τρόπο που ο εγκέφαλός μας, με τις περιορισμένες δυνατότητές του, μεταφράζει την αφηρημένη μαθηματική περιγραφή σε νοητικές “εικόνες” (αναπαραστάσεις).

Μένοντας για λίγο στη λογική αυτής της φιλοσοφικής υπόθεσης, καταλήγουμε αμέσως σε μία εφιαλτική ισοπέδωση: φιλοσοφικά, είναι σαν όλα όσα “ήδη” έγιναν, γίνονται και “θα” γίνουν, να απλώνονται μπροστά μας σε μία επιφάνεια. Η μπρος-πίσω κίνηση στον χρόνο είναι ελεύθερη και εμείς υπάρχουμε ως σειρές γεγονότων, είμαστε ακίνητοι σε έναν κόσμο ενός αέναου και στατικού “είναι”, πολύ διαφορετικό από τον κόσμο της μεταβολής και του γίγνεσθαι της εμπειρίας μας. Αυτό σημαίνει ότι στην (για το νου μας) στατικότητα του χωροχρονικού μοντέλου, όλες οι στιγμές μας υπάρχουν ταυτόχρονα, μπροστά μας – το ίδιο ισχύει για τη γέννηση και τον θάνατό μας. Για κάποιον υποθετικό κάτοικο του χωροχρόνου, η προσμονή του μέλλοντος δεν θα είχε κανένα νόημα. Όλα θα ήταν γνωστά: ελπίδες, όνειρα, προσδοκίες, δεν θα διέφεραν από κομμάτια μνήμης, που απλά θα βρισκόταν μπροστά του αντί πίσω του και οι έννοιες παρελθόν, παρόν και μέλλον, θα ήταν χωρίς νόημα.

Σε μία τέτοια περιγραφή της κίνησης, με τον χρόνο ως απλή συντεταγμένη, καταργείται ό,τι παράγει η καθημερινή μας εμπειρία (Axon, 1994). Στον χωροχρόνο, τα γεγονότα θα αραδιαζόταν σε μία λογική σειρά είτε προς το μέλλον είτε προς το παρελθόν. Θα ήταν σαν να κινούμαστε μπρος-πίσω σε μία σταθερή σιδηροτροχιά, βλέποντας τα ίδια τοπία να μας περιμένουν κάθε φορά που περνούμε από μπροστά τους, χωρίς η κατεύθυνση της χρονικής μας κίνησης να αλλάζει το παραμικρό, ενώ το τυχαίο δεν θα μπορούσε να παρέμβη πουθενά.

Οπότε, αυτό που ορίζεται ως “μεταβολή”, με μαθηματικούς χωροχρονικούς όρους, σε εμάς, στα μάτια του νου μας, φαίνεται ως χρονική ακινησία: όλες οι χρονικές στιγμές υποβιβάζονται σε συντεταγμένες, ισότιμες μεταξύ τους, άσχετα με το πώς τις αντιλαμβανόμαστε και τις νοηματοδοτούμε στην υποκειμενική μας εμπειρία – για την οποία φαίνεται να αδιαφορεί παντελώς ο χωροχρόνος, εφόσον κάνουμε το σφάλμα να τον αποσπάσουμε από το μαθηματικό του πλαίσιο.

Φιλοσοφικά, σε οποιαδήποτε τέτοια άχρονη, ρεαλιστική και ντετερμινιστική εικόνα του κόσμου, η δυνατότητα επιλογής που νιώθουμε ότι έχουμε στην καθημερινότητά μας, εξατμίζεται: “τι νόημα έχει να επιλέξω όταν ό,τι και να επιλέξω έχει ήδη συμβεί”.Μετατρέπεται σε ψευδαίσθηση, οπότε, είναι φυσικό να μας πλημμυρίσουν εξαιρετικά δυσάρεστα συναισθήματα εγκλωβισμού και μία αίσθηση προκαθορισμένου, αναπόφευκτου, εξαπάτησης. σαν να μας λένε περιπαικτικά: “δεν πειράζει που όλα ήδη έγιναν και όλα σήπονται… το σημαντικό είναι ότι εσύ δεν το καταλαβαίνεις, τα ζεις σαν να γίνονται, σαν να μπορείς να επιδράσεις επάνω τους… συνέχισε λοιπόν να ζεις αισιόδοξα την αυταπάτη σου…”.

Οπότε, η έννοια της ελεύθερης βούλησης είναι αυτονόητα καταδικασμένη, σε ένα σύμπαν του “είναι”, με απόν το “γίγνεσθαι”.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>

 

8.9β. Η ελεύθερη βούληση στη βάση πιθανοκρατικών θεωριών της σύγχρονης φυσικής και η παιδική παντοδυναμία.

>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Ωστόσο, το πώς θα γίνει η “μεταφορά” μιας φυσικής θεωρίας στη φιλοσοφική σκέψη, παραμένει πάντα μία αυθαίρετη διαδικασία. Έτσι, παρότι οι νέες αυτές ιδέες της σύγχρονης φυσικής δεν αρνούνται την βασική και πάντα δυναμική (στη βάση πιθανοτήτων) αιτιακή δομή της φύσης, πλαισίωσαν, μέσω και πάλι φιλοσοφικών αυθαιρεσιών, ένα ευρύτατο αντιρεαλιστικό και αντιαιτιοκρατικό ρεύμα (ιντετερμινισμός – indeterminism). Στο ρεύμα αυτό, όπου η ελεύθερη βούληση έχει ιδιαίτερη σημασία, αμφισβητείται ολοκληρωτικά ο αιτιακός δεσμός ως γνώρισμα της φύσης. Στον ιντετερμινισμό, σε δύο καταστάσεις που η μία διαδέχεται την άλλη, εμείς, στην ουσία παρατηρούμε μόνο τη χρονική διαδοχή τους και όχι τον ίδιο τον αιτιακό δεσμό, ο οποίος είναι απλώς κατασκεύασμά μας – από τη στιγμή που καμία πραγματική απόδειξη δεν μπορεί να τον επιβεβαιώσει.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Η προσέγγιση αυτή είναι ακριβώς ο αντίθετος πόλος των μηδενιστικών αντιλήψεων της ελεύθερης βούλησης, οι οποίες στηριζόταν (πάντα αυθαιρετώντας φιλοσοφικά) σε μηχανιστικά ντετερμινιστικά και ρεαλιστικά μοντέλα του κόσμου. Είναι ένα εξαιρετικό άλλοθι για να νομιμοποιηθεί η προς τα “έξω” έκφραση του εσωτερικού μας κόσμου χωρίς τη φροντίδα της τακτοποίησης και της αρμονίας την οποία ζητά αξιωματικά η σχεσιακή μας φύση και η σύμπραξη με κάποιον Άλλον (ως φυσική παρουσία ή ως ιδέα).
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>

 

8.9γ. Η ελεύθερη βούληση και η ακαταλληλότητα των φυσικών θεωριών στα θεμέλια των σχετικών φιλοσοφικών υποθέσεων.

Τελικά, τι συμβαίνει με τις θεωρίες της φυσικής και την ελεύθερη βούληση; Μήπως δεν έχει καν νόημα το ερώτημα αν αυτό ή εκείνο το κοσμολογικό μοντέλο της φυσικής επιτρέπει ή όχι την ιδέα της ελεύθερης βούλησης; Μήπως το ερώτημα που τίθεται είναι το κατά πόσον μπορεί κάποιος να βασιστεί σε οποιαδήποτε φυσική θεωρία, αποσπώντας την από το μαθηματικό της πλαίσιο, προκειμένου να δημιουργήσει μία φιλοσοφική υπόθεση αντίληψης της ελεύθερης βούλησης (και οποιασδήποτε φιλοσοφικής ιδέας);
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Παλαιότερα, ο άνθρωπος πίστευε πως οι φυσικές θεωρίες του εκφράζουν την “πραγματική” και αντικειμενικά υφιστάμενη φύση, οπότε, ήταν σίγουρος ότι μπορεί να τις χρησιμοποιήσει ως σίγουρο αποδεικτικό πλαίσιο για να στηρίξει τις φιλοσοφικές του προτάσεις. Σήμερα, η ίδια η σύγχρονη φυσική μας παρέχει πλήθος ενδείξεων ότι ο κάθε άνθρωπος είναι ένας απλός μετα-παρατηρητής μιας μετα-πραγματικότητας, ο οποίος πραγματοποιεί τη δική του μετα-περιγραφή όσων κομματιών του κόσμου μπορεί να συλλάβει ο ίδιος (Smerlak, 2006) και όπως μπορεί να τα συλλάβει (βλ. 1.8).
Έτσι, σήμερα, οι φυσικές θεωρίες νοούνται ως μαθηματικά μοντέλα της πραγματικότητας και όχι η ίδια η πραγματικότητα (Strassler, 2014, 2012)· μας λένε (με θαυμαστή ακρίβεια) “τι κάνει” η φύση και “πώς το κάνει”, αλλά δεν μας πληροφορούν (ούτε είναι ο στόχος τους να μας πληροφορήσουν) περί του “τι είναι” η φύση.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Οπότε, οποιεσδήποτε προσεγγίσεις της ελεύθερης βούλησης επικαλούνται με απόλυτο τρόπο οποιεσδήποτε φυσικές θεωρίες για να στηριχτούν, στην ουσία, βασίζονται σε ένα τεράστιο επιστημολογικό σφάλμα (τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομένα). Το συμπέρασμα είναι πως όταν αναφερόμαστε με οποιονδήποτε τρόπο στην ελεύθερη βούληση, χρειάζεται μεγάλη προσοχή στο πώς και ως ποιο βαθμό βασιζόμαστε στις φιλοσοφικές προεκτάσεις των φυσικών θεωριών.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>

 

8.10. Η ελεύθερη βούληση στην ανθρώπινη αντίληψη.

>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Εξάλλου, ανεξάρτητα από την αδυναμία συγκέντρωσης των απαραίτητων δεδομένων για ακριβείς προβλέψεις και την ανεπάρκεια του εγκεφάλου μας να τα διαχειριστεί, η ίδια η υποθετική συγκέντρωση και επεξεργασία τους, απαιτεί χρόνο, πάρα πολύ χρόνο, στον οποίο αναπόφευκτα θα συνέβαιναν αλλοιώσεις των όσων δεδομένων συγκεντρώσαμε· για παράδειγμα, αν υποθέσουμε ότι (α) στη στιγμή Κ συγκεντρώνω δεδομένα για να προβλέψω τι θα γίνει μετά από μία εβδομάδα, στη στιγμή Λ και ότι (β) χρειάζονται 6 μέρες για να τα συγκεντρώσω και να τα επεξεργαστώ, τότε, όσο περνούν οι μέρες, τα δεδομένα που συγκέντρωσα στη στιγμή Κ, τόσο αλλοιώνονται όσο και καθίστανται ελλιπή, αφού πάντα θα μου λείπουν τα νέα στοιχεία που προκύπτουν με το πέρασμα κάθε ημέρας, ώσπου να έρθει η στιγμή Λ- είναι φαύλος κύκλος: ακόμα και αν μπορούσα α προσθέσω τα νέα στοιχεία στους υπολογισμούς μου, θα έπρεπε να τους ξεκινώ από την αρχή, θα χρειαζόμουν επιπλέον μέρες κοκ.
Συνεπώς θα είχαμε πάμπολλες εστίες τεράστιων σφαλμάτων σε οποιαδήποτε απόπειρα γραμμικής πρόβλεψης, οι οποίες θεαματικά θα καθιστούσαν ανυπόστατη οποιαδήποτε υποψία ακριβείας της πρόβλεψής μας.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Άλλωστε, ακόμα και αν, με κάποιον μεταφυσικό τρόπο, μπορούσαμε να προβλέψουμε ακριβώς τι θα συμβεί, έστω και μόνο στα επόμενα δέκα λεπτά, η ίδια αυτή η γνώση διαφοροποιεί καταρχάς εμάς τους ίδιους, από τη στιγμή που αρχίσαμε τους υπολογισμούς και ενώ διατρέχουμε τα δέκα λεπτά· οπότε, ήδη η πρόβλεψη εκτρέπεται: η επίδραση της γνώσης μου για το τι θα συμβεί στα επόμενα δέκα λεπτά επιδρά διαρκώς επάνω μου κάθε δευτερόλεπτο, διαφοροποιώντας με από το ον που πραγματοποιούσε την πρόβλεψη πριν από δέκα λεπτά. Ο Aldo Carotenuto (1999, σ. 47), θεωρεί προδοσία (με την έννοια της ασέβειας στα πράγματα), να σκεφτόμαστε την ανθρώπινή μας κατάσταση με όρους απόλυτης γνώσης και απόλυτου ελέγχου στο ρου της ζωής: στην πραγματικότητα δεν ελέγχουμε τίποτε απολύτως.
Ο τρόμος και η ματαιότητα που μας κατακλύζουν νιώθοντας άβουλες μαριονέτες με μηδενική δυνατότητα επιλογών, όπως και αντίθετα, η παιδική ευδαιμονία που μας απογειώνει νιώθοντας παντελώς ελεύθεροι να επιλέγουμε “ό,τι θέλουμε”, θα έλεγα ότι συνιστούν ένα δίπολο. Στα άκρα του, ο ένας πόλος σημαίνει παραίτηση και ο άλλος ενθουσιώδη δράση.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Στην πραγματικότητα βέβαια, είμαστε όντως ανήμποροι μέσα στη ροή των φυσικών γεγονότων. Οι αποφάσεις μας, είτε πιστεύουμε είτε όχι στην ελεύθερη βούληση, δεν αλλάζουν τη ροή των πραγμάτων σε συμπαντική εμβέλεια – ίσως ούτε καν σε ό,τι αφορά τη γειτονιά μας…
Όμως αν και δεν μπορούμε να αλλάξουμε κάποια φυσικά γεγονότα (πορεία προς το θάνατο, ατυχήματα κλπ), έχουμε απόλυτη ελευθερία σε κάτι που δεν μπορεί να μας στερήσει καμία δύναμη, όσο διατηρούμε την αυτοσυναίσθησή μας: στη νοηματοδότησή τους.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>

 

10.2. Ο “σχεσιακός Εαυτός”.

>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Ο σχεσιακός (ή αναδυόμενος) Εαυτός δεν νοείται έξω από τη ροή της εμπειρίας μας. Ο σχεσιακός Εαυτός αναδύεται ζωντανά, παράλληλα με την παραγωγή του υλικού της επίγνωσης, προκειμένου να το οργανώσει και να ετοιμάσει τις αποκρίσεις μας· συνδέεται άμεσα με τη ροή της ζωντανής εμπειρίας μας ως ενσώματα και δρώντα υποκείμενα, που εμπλέκονται έμπρακτα με τον κόσμο. Στην ουσία, δεν παρά οι είναι οι τρόποι, με τους οποίους υπάρχουμε στις διάφορες καταστάσεις – δημιουργείται, καθώς εμπλεκόμαστε έμπρακτα με τον κόσμο.

10.2α. Ο Εαυτός ως “διαδικασία”. 

>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Στη φαινομενολογική βάση του σχεσιακού Εαυτού, δεν υπάρχουν αναπαραστάσεις· οι νοητικές επεξεργασίες δεν έπονται της αντίληψης: μεταμορφώνουμε τον κόσμο ενόσω τον αγγίζουμε, ενόσω τον αντιλαμβανόμαστε. Ο σχεσιακός Εαυτός είναι ένας βιωματικός Εαυτός. Συντίθεται από τις διαδικασίες της εμπειρίας της σχέσης μας με τον κόσμο. Για την ακρίβεια, θα λέγαμε ότι είναι η ίδια η οργανωμένη εμπειρία των όσων συμβαίνουν στο εδώ και τώρα μας.
Οπότε, ο Εαυτός δεν είναι οποιουδήποτε είδους ξεχωριστή και μεταγενέστερη του άμεσου βιώματος νοητική πρωτοβουλία, αλλά είναι ο τρόπος μας να οργανώνουμε σε όλα τα επίπεδα της ύπαρξής μας (νοητικό, σωματικό, συναισθηματικό), το ίδιο το άμεσο βίωμα της κάθε στιγμής. Αυτός είναι και ο λόγος για το οποίο ο σχεσιακός Εαυτός δεν εδρεύει αποκλειστικά στο νου, περιμένοντας το υλικό της εμπειρίας για να το οργανώσει, αλλά συντίθεται ενόσω παράγεται η εμπειρία: είναι μάλλον μία λειτουργία, μία συνάρτηση πολλών παραγόντων (function) παρά ένα περιεχόμενο (content – Spagnuolo-Lobb, 2001b, σ. 55) – μια λειτουργία που εκφράζει τη δυναμική σχέση ατόμου και περιβάλλοντος.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>

10.3. Ο Εαυτός “συνδημιουργία” και ο Εαυτός “ιδιοκτησία”.

>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Ανάλογα με τον κάθε ένα από αυτούς τους δύο τρόπους να θεωρούμε την ανθρώπινη ύπαρξη, μπορούμε να προσεγγίσουμε διαφορετικά την έννοια του σχεσιακού Εαυτού.

… (α) Λέγοντας ότι ο Εαυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο οργανώνονται οι αλληλεπιδράσεις μου με το περιβάλλον, προκύπτει ότι, όπως υπογραμμίζει ο Philippson (2001), ο Εαυτός δεν είναι αποκλειστικό παράγωγο του εσωτερικού μου κόσμου. Με άλλα λόγια, ο Εαυτός δεν είναι ακριβώς ιδιοκτησία μου, αλλά συντίθεται από ό,τι συμβαίνει ανάμεσα σε εμένα και αυτό με το οποίο έρχομαι σε επαφή. Από την οπτική λοιπόν του ευρύτερου πεδίου, ο Εαυτός όχι μόνο δεν είναι κάποιο άυλο πράγμα μέσα σου και μέσα μου, αλλά είναι μία ιδιότητα του πεδίου (Wheway, 2003, σ. 125). Οπότε, με τη λογική αυτή, ο Εαυτός είναι ένα γεγονός, μία ιδιότητα του πεδίου (το οποίο περιλαμβάνει και το πρόσωπο και το περιβάλλον του). Επομένως δεν ανήκει ούτε στο πρόσωπο ούτε στο περιβάλλον· είναι μία συνδημιουργία τους και συντίθεται στο όριο της επαφής (όπου σχετιζόμαστε με το περιβάλλον).

… (β) Ας επιχειρήσουμε τώρα να αλλάξουμε την οπτική μας γωνία και να δούμε τον Εαυτό από τη θέση του ενός ατόμου. Θεωρώντας τον Εαυτό από την υποκειμενική διάσταση ενός προσώπου, η έννοια αυτή περιγράφει το πώς βιώνει το συγκεκριμένο πρόσωπο το πεδίο· με άλλα λόγια, ο Εαυτός δεν είναι παρά η ίδια η ιδιωτική εμπειρία του πεδίου, την οποία συνθέτει το πρόσωπο από την υποκειμενική του θέση (Spagnuolo-Lobb, 2001a).
Τελικά, στην πράξη, στον προσωπικό μου κόσμο, βιώνω έναν εσωτερικό εαυτό, έναν εξατομικευμένο εαυτό […] αυτός ο εαυτός, όπως τον βιώνω, είναι εσωτερικός, με την έννοια του ότι είναι ιδιωτικός, ιδιοκτησία μου και άμεσα προσπελάσιμος μόνον από εμένα. […] Η υποκειμενική μου αίσθηση εαυτού δεν είναι ψευδαίσθηση, αλλά ο τρόπος με τον οποίο βιώνω το να υπάρχω μέσα στον κόσμο (Wheway, 2003, σ. 128).
Αναγκαστικά λοιπόν, εντός του ατομικού μας “οικοπέδου” ύπαρξης, η σύνθεση της εμπειρίας μας γίνεται έτσι, ώστε να διαχωρίζουμε υποκειμενικά και μόνο στη δική μας αντίληψη το “έξω” από το “έσω”. Ο Εαυτός μας, αν και από την οπτική του πεδίου είναι συνδημιουργία ημών των ιδίων και του περιβάλλοντος, από την υποκειμενική μας οπτική βιώνεται δυϊστικά· δηλαδή, είναι σαν να προσεγγίζουμε τον κόσμο “ρεαλιστικά” (βλ. 1.1)· είναι σαν, βιώνοντας υποκειμενικά τον Εαυτό μας, το όλον όλων των συστατικών του κόσμου (το οποίο περιλαμβάνει και εμάς τους ίδιους), να διασπάται σε ένα “εγώ” και σε ένα “μη εγώ” (το οποίο είναι “όλα τα  άλλα που δεν είναι εγώ”).
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>

 

10.9. Οι “όψεις του Εαυτού” και τα συναισθήματα.

>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Όταν λοιπόν μιλώ για “όψεις Εαυτού” έχω κατά νου, μεταξύ των άλλων:
… (α) Ολόκληρη την παλέτα συναισθημάτων που αντιστοιχούν σε κάθε όψη. Για παράδειγμα, μιλώντας για τη γενναία μου όψη, δεν αναφέρομαι σε ένα μόνο συναίσθημα, αλλά σε όλα τα συναισθήματα που αντιστοιχούν στη συγκεκριμένη εκάστοτε κατάσταση, στην οποία ορίζω αυτό που κάνω, με το γενικό τίτλο “γενναιότητα”. Λέγοντας “γενναίος”, μπορεί σε μία κατάσταση να εννοώ ένα κράμα αποφασιστικότητας, τόλμης, διάθεσης για ρίσκο ή, σε μια άλλη κατάσταση, ένα κράμα τόλμης που όμως συνοδεύεται από δισταγμό και αμφιβολία.
… (β) Επίσης, μιλώντας γι’ αυτήν ή την άλλη όψη του Εαυτού μου, έχω κατά νου και κάτι ακόμα· τη σύνδεση ολόκληρης της γκάμας των χαρακτηριστικών συναισθημάτων αυτής της όψης, με όλα τα άλλα στοιχεία της εκάστοτε συγκεκριμένης κατάστασης, στην οποία αναδύεται αυτή η όψη (δηλαδή, συσχετίζω τα συναισθήματα με ανάγκες, νοηματοδοτήσεις, το περιβάλλον και τις αποκρίσεις του στις εκάστοτε δράσεις μου, με τη συμπεριφορά και τις τάσεις της συμπεριφοράς μου, τις σκέψεις, τις αισθήσεις κλπ).
Ή, αντίστροφα: μιλώντας για ένα συναίσθημα, δεν μπορεί παρά να εννοώ και τη σύνδεσή του με ό,τι άλλο από το οποίο, σε μία συγκεκριμένη κατάσταση, συντίθεται η όψη του Εαυτού μου, στην οποία και ανήκει αυτό το συναίσθημα. Για παράδειγμα, μιλώντας για το φόβο μου, δεν μιλώ για κάτι πάγιο, αναλλοίωτο, που το έχω στο ψυγείο και το βγάζω για να το μελετήσω: ο φόβος μου, σε μία συγκεκριμένη εκδοχή του, είναι συστατικό μιας επίσης συγκεκριμένης όψης του Εαυτού μου, η οποία εκδηλώνεται σε αυτήν ή την άλλη, επίσης συγκεκριμένη κατάσταση που βιώνω.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>

10.10. Το υπαρξιακό παράδοξο της σχεσιακής θεώρησης του Εαυτού.

>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Με άλλα λόγια, κάθε στιγμιαίος Εαυτός αντιπροσωπεύει μία και μοναδική θέση μου στον χρονικό ορίζοντα της ιστορίας μου, από την οποία βιώνεται το παρόν, φαίνονται κομμάτια του παρελθόντος και διαγράφονται πιθανά επεισόδια του μέλλοντος – δηλαδή, ο κάθε στιγμιαίος Εαυτός μου είναι τόσο αληθινός όσο και μοναδικός, γιατί:

… (1) Ως προς το παρελθόν: αγκαλιάζει, από το “τώρα” της δικής του στιγμής, τη μνήμη παρελθόντος οποιασδήποτε χρονικής έκτασης· αυτό οφείλεται στην ιδιότητα των μονάδων της εμπειρίας μας (των παροντικών στιγμών) να “αναδιπλώνονται” και να σχηματίζουν σύνθετες αλυσίδες εμπειρίας, κάθε κρίκος των οποίων εμπεριέχει όλους τους προηγούμενους (βλ. 4.11.α,β,γ, για τις “σχεσιακές προόδους”, το “σημασιολογικό”, το “καταστασιακό” και το “ερμηνευτικό τώρα”).
… (2) Ως προς το παρόν: είναι το μέσον με το οποίο ζω τα τωρινά γεγονότα της ζωής μου· οπότε, δεν μπορεί παρά στοιχεία του στιγμιαίου Εαυτού, να είναι και τα κάθε στιγμή μοναδικά, άδηλα βιωματικά στοιχεία της εμπειρίας, η οποία συντίθεται ενόσω συντελούνται όλες οι τωρινές, ζωντανές διαδικασίες της επαφής μου με τον κόσμο· με άλλα λόγια, κάθε στιγμή που “γίνομαι”, εμπεριέχει τη μοναδική σφραγίδα του παρόντος.
… (3) Ως προς το μέλλον: εφόσον κάθε στιγμή μπορώ να σκέφτομαι για τις πιθανές εξελίξεις στο μέλλον, αυτός ο εκάστοτε τωρινός Εαυτός, με τη μικρή διάρκεια της ζωής του, περιλαμβάνει ενόραση του μέλλοντος, επιθυμίες, στόχους.

Ο κάθε αναδυόμενος σχεσιακός μας Εαυτός λοιπόν, είναι προσωρινός – γι’ αυτό και μιλούμε για “όψεις” Εαυτού· είναι ο μόλις προσληφθείς συγγραφέας της παρελθούσης ιστορίας μας, ο αρχιτέκτονας του παρόντος μας και ο σκιτσογράφος του μέλλοντός μας, ο οποίος, την επόμενη στιγμή, παραχωρεί αμέσως τη θέση του στον επόμενο συνάδελφό του· είναι μία εξαιρετικά βραχύβια κατασκευή, είναι μία από τις εκδηλώσεις μιας απειρίας δυνατών συνδυασμών των διαδικασιών της σχέσης μας με το περιβάλλον (με άλλα λόγια, είναι η εκδήλωση μιας από τις άπειρες όψεις που συγκροτούν το δυναμικό του Εαυτού μας”). Παράλληλα, όσο κι αν η ζωή του αναφέρεται μόνο στο άμεσο παρόν μας, έχει την ικανότητα να “χωρά” μεγάλες χρονικές εκτάσεις.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>


10.11. Το συνεχές της αυτοσυναίσθησής μας και η υποκειμενική αίσθηση ενός Εαυτού διαχωρισμένου από το περιβάλλον.

>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι τη στιγμή Α ο Εαυτός μου Α συγκροτεί μια εκδοχή κάποιας περιόδου της ιστορίας μου, ανακαλώντας κάποια γεγονότα σύμφωνα με ό,τι είμαι τη στιγμή Α· επίσης, ας υποθέσουμε ότι τη στιγμή Β, ένας Εαυτός Β, κάνει κάτι ανάλογο για μία άλλη (ή και για την ίδια) περίοδο της ζωής μου και ότι, κατά τις στιγμές Γ, Δ, Ε συμβαίνουν ανάλογες διαδικασίες. Κάθε μία από τις Α, Β, Γ, Δ, Ε ιστορίες μου, σχηματίζεται από τη συρραφή ανακλήσεων μνημών διαφορετικού χρονικού εύρους· δηλαδή, από τη συρραφή παρελθοντικών γεγονότων, αισθήσεων και διαθέσεων διαφόρων περιόδων της ζωής μου – υλικό το οποίο ανακαλώ και συρράπτω στο παρόν μου, από αντίστοιχες τωρινές χρονικές στιγμές Α, Β, Γ, Δ, Ε.
Σημειώνω ότι , ακόμη και αν υποθέσουμε ότι τις στιγμές Β, και Δ ή Ε (τυχαία και ενδεικτική επιλογή των στιγμών, χάριν του παραδείγματος) ανακαλώ τα ίδια παρελθοντικά γεγονότα, η διαδικασία της ανάκλησης κατά τις στιγμές Β και Δ ή Ε συνοδεύεται από τα εκάστοτε άμεσα μη συνειδητά βιωματικά στοιχεία – άρα, σε κάθε μία από αυτές τις στιγμές, συντίθεται ένα διαφορετικό βίωμα, ακόμα και αν τα ανακαλούμενα περιεχόμενα της μνήμης μου είναι ίδια, ως παρελθοντικά γεγονότα. Η ικανότητα των παροντικών στιγμών να συρράπτονται μεταξύ τους και να δημιουργούν πολύπλοκες βιωματικές ακολουθίες, συνδέει τις στιγμές Α, Β, Γ, Δ, Ε ως βιωματικά γεγονότα στη γραμμή της χρονικότητάς μου· τις συνδέει, ανεξάρτητα από τον μοναδικό βιωματικό χαρακτήρα της κάθε μιας και ανεξάρτητα από το περιεχόμενο της κάθε ανάκλησης.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>


10.16. Περιορισμοί των διαδικασιών της αλλαγής, “μισοτελειωμένες υποθέσεις” και “φυλακισμένες” όψεις Εαυτού.

>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Όταν όμως μιλούμε για “μισοτελειωμένες υποθέσεις”, στην ουσία περιγράφουμε ένα βίωμα με κάποια γνωρίσματα (συγκεκριμένα, το ότι δεν έχει ολοκληρωθεί). Άρα, εφόσον αναφερόμαστε σε βίωμα, αναφερόμαστε και σε κάποια όψη Εαυτού, η οποία θα αντιστοιχούσε στο βίωμα, εάν αυτό εξελισσόταν· όμως, το βίωμα δεν ολοκληρώθηκε, οπότε και η η συγκεκριμένη όψη Εαυτού δεν εκδηλώθηκε.

Οι “μισοτελειωμένες υποθέσεις” λοιπόν αντιστοιχούν πάντοτε σε όψεις Εαυτού που χρειάστηκε να δημιουργηθούν αλλά ποτέ δεν ολοκληρώθηκαν και δεν εκδηλώθηκαν για διάφορους λόγους. Ανάμεσα σε αυτούς τους λόγους βρίσκονται πρακτικές συνθήκες, απαγορεύσεις Άλλων που μας επέβαλλαν ή υιοθετήσαμε και, γενικώς, κυρίως καταστάσεις στο φόντο των οποίων κάποιες ανάγκες μας στιγματίζονται ως πρωτόγονες, ανώριμες, απορριπτέες – οπότε, μοιραία και οι αντίστοιχες όψεις του Εαυτού που θα κινητοποιούσαμε για να φροντίσουμε αυτές τις ανάγκες, στιγματίζονται, δεν εκδηλώνονται και παγώνουν μαζί με την ημιθανή εμπειρία. Οι ακίνητες αυτές όψεις μας, είναι σαν αμετακίνητα εμπόδια στη φυσική κινητικότητα και παροντική ανανέωση της προσωπικής μας πραγματικότητας.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Οι μη διαθέσιμες αυτές όψεις του Εαυτού μας, οι οποίες “συνοδεύουν” τις “μισοτελειωμένες υποθέσεις” μας, ακινητοποιούνται μέσω διαφόρων σωματικών ή και νοητικών μοντέλων (βλ. 4.9 – για τα “σχήματα”). Τέτοια επαναλαμβανόμενα σχήματα αποκρίσεων στον κόσμο, επειδή είναι ανεπαρκή για τις τωρινές μας ανάγκες, παράγουν νέες “μισοτελειωμένες υποθέσεις”, οι οποίες για να εκτονωθούν παγιώνουν νέα σχήματα κοκ.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Τα ίδια ακριβώς μπορούμε να πούμε και για μία οποιαδήποτε σχέση. Κάτι που δεν “μιλιέται”, δεν λέγεται, δεν ονομάζεται ποτέ, γίνεται μία ημιθανής περιοχή της σχέσης, που ακινητεί, δεν ακολουθεί τις μεταβολές της σχέσης ούτε συμβάλλει σ’ αυτές – αντίθετα, καταναλώνει μέρος της ενέργειάς τους, σαν ένα σακί με βάρος, που κάποιος το σέρνει πάντα μαζί του.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
__________________________

116.{Όταν τα βράδια / Τρυπάς το στήθος μου μ’ ένα μαχαίρι / Και ψάχνεις να βρεις / Εδώ ένα περίπατο στ’ ακροθαλάσσι / Εκεί ένα καφενείο που το λέγαμε “η Συνάντηση” / Εκεί ένα σούρουπο ή ένα κρυμμένο βιβλίο / Όχι, μα δεν την είχα εγώ αγαπήσει. / Αύριο, το ξέρεις πως δε θα ΄μαστε πια εμείς / Κι ύστερα θα σβηστεί κι η θύμησή μας / Και μια γυναίκα θα γερνά ύστερα από χρόνια / Μ’ ένα φορτίο ζωής αβάσταχτο ατελείωτο / Και μια γυναίκα ίσως να κλαίει σε μια γωνιά / Το στήθος της να το τρυπά μ’ ένα μαχαίρι / Να ψάχνει να ΄βρει έναν περίπατο στ’ ακροθαλάσσι / Ένα βιβλίο κρυμμένο ή ένα σούρουπο. (Και δε θα ΄ναι για σένα, ούτε για μένα).} – (Αναγνωστάκης)

 


Ο χορός των θαυμάτων:
τα μεγάλα ταξίδια στα μικρά βήματα

[668 σελίδες]  [A4: 17,2 X 24,5 cm]
2η έκδοση, ISBN 978-618-83861-5-0
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ ΕΝΤΥΠΟΥ, 2019

1η έκδοση, ΡΩΜΗ, 2017.
____

 

Εγγραφή στο Newsletter

You can change your mind at any time by clicking the unsubscribe link in the footer of any email you receive from us, or by contacting us at [email protected]. We will treat your information with respect. For more information about our privacy practices please visit our website. By clicking below, you agree that we may process your information in accordance with these terms.

We use Mailchimp as our marketing platform. By clicking below to subscribe, you acknowledge that your information will be transferred to Mailchimp for processing. Learn more about Mailchimp's privacy practices here: https://mailchimp.com/legal/

 Newsletter Permissions * :