επισκόπηση σελίδων-Α

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Ό,τι ακολουθεί προστατεύεται από τη νομοθεσία περί πνευματικής ιδιοκτησίας.

Τα αρχεία αποτελούνται από ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ παραγράφων κάποιων ενοτήτων ενότητας και από πολύ λίγα εκ των λογοτεχνικών παραθεμάτων που βρίσκονται στο τέλος κάθε ενότητας (200 στο σύνολο).

Τα σύμβολα     >>>>>>>       αντιστοιχούν σε κείμενο που
ΔΕΝ συμπεριλαμβάνεται στην επισκόπηση. 


0.2.  Τα επίπεδα “δυσκολίας” αυτού του βιβλίου, σε ποιους απευθύνεται και τι “δεν” είναι η ταυτότητά του.

Το εύρος των θεμάτων με τα οποία καταπιάνομαι σ’ αυτό το βιβλίο είναι μεγάλο και η πληροφορία που παρουσιάζεται πολλή και πυκνή. Η πρόθεσή μου όμως δεν είναι καθόλου διδακτική ούτε και να παράγω ένα κείμενο ενδιαφέρον μόνο για “ειδικούς”.

Γι’ αυτό, μπορώ με απόλυτη βεβαιότητα να εγγυηθώ, ότι ο αναγνώστης δεν χρειάζεται να έχει καμία απολύτως προηγούμενη σχετική γνώση για να γυρίσει αυτές τις σελίδες.

Κάτι αντίστοιχο θεωρώ ότι ισχύει και για την ορολογία που χρησιμοποιώ. Προσωπικά, νομίζω ότι ο όρος είναι πάρα πολύ “καλό πράγμα” – όταν χρειάζεται. Βοηθά να συμπυκνώσουμε πολλά νοήματα σε μια-δυο λέξεις – αρκεί, οπωσδήποτε να ξέρουμε και να ξεκαθαρίζουμε πώς έγινε αυτή η συμπύκνωση. Επιπλέον, σαφώς δεν χρειάζεται καμία ιδιαίτερη νοημοσύνη για να καταλάβει κάποιος έναν όρο, εφόσον του εξηγήσουν καθαρά τη σημασία του. Νομίζω ότι ακόμα και ο Einstein, παρά την ευφυία του, δεν θα μπορούσε να καταλάβει όρους της ψυχοθεραπείας (“ενδοβολή”, “αναστροφή” κλπ) – θα έπρεπε κάποιος να του πει τι σημαίνουν και ενδεχομένως το ίδιο να ίσχυε επίσης για όρους μαγειρικής ή κηπουρικής. Άρα η ορολογία είναι απλώς θέμα του τρόπου με τον οποίο πληροφορεί ο πομπός και της διάθεσης του δέκτη να ακούσει και όχι δυσκολίας.

Εξάλλου, αν πω ότι δεν χρησιμοποιώ όρους για να μη γίνει δύσκολο κάποιο κείμενό μου, νιώθω ότι υποτιμώ τον αναγνώστη και τη νοημοσύνη του, από τη δήθεν ανώτερη θέση του “ειδικού”. Γι’ αυτό και χρησιμοποιώ άφοβα πολλούς όρους, πάρα πολλούς όρους· για παράδειγμα, μερικές ίσως βαρύγδουπες και “τρομακτικές” λέξεις – κλειδιά που τριγυρνούν σε ό,τι ακολουθεί, είναι: πεδίο, προσωπική πραγματικότητα, ολισμός, επίγνωση, συνείδηση, η “παράδοξη θεωρία της αλλαγής”, σύστημα, αυτοοργάνωση, μοναξιά – απώλεια – νόημα – επιλογή, Εαυτός, φαινομενολογία, δια-υποκειμενικότητα, υπαρξιακός διάλογος, ”Σκιά”, “μέσος τρόπος”, συνάντηση με τον Άλλον, “μισοτελειωμένες υποθέσεις”, μορφή – φόντο, η διαδικασία της επαφής, πλήθος ιδιότυπων όρων που αφορούν τη σημασία του σώματος και της χρονικότητας στη σύνθεση της ανθρώπινης εμπειρίας κλπ.

Ωστόσο, δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας, ότι κάποιος θα χαθεί ή θα πλήξει αφόρητα σε πυκνές θεωρητικές ομίχλες, γιατί, όπως ήδη σημείωσα, φροντίζω πάντα να διευκρινίζω επαρκώς τι σημαίνουν και οι παραμικροί όροι, χωρίς ποτέ, κυριολεκτικά ποτέ, να θεωρώ ως δεδομένο ότι ο αναγνώστης “ήδη” γνωρίζει οτιδήποτε περί αυτών.

Έτσι, στο βιβλίο αυτό υπάρχουν πράγματα που μπορεί να ενδιαφέρουν με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο:

*** (α) Οποιονδήποτε ελκύεται από την υπαρξιακή περιπέτεια όλων όσων κατοικούμε σ’ αυτή τη γη, δεν πανικοβάλλεται μπροστά σε ένα ογκώδες βιβλίο και δεν περιορίζεται σε τίτλους στο χρονολόγιο του facebook.

*** (β) Όσους εργάζονται σε οποιοδήποτε ατομικό ή ομαδικό πλαίσιο με άλλους ανθρώπους.

*** (γ) Σίγουρα, επαγγελματίες και σπουδαστές που κινούνται στους χώρους της ψυχολογίας ή της ψυχοθεραπείας. Στο βιβλίο αυτό υπάρχει μεγάλος όγκος πληροφορίας, άμεσα σχετικής με το φιλοσοφικό και θεωρητικό υπόβαθρο σχεδόν κάθε είδους προσέγγισης αυτών των χώρων (ιδιαίτερα της ψυχοθεραπείας Gestalt – αρκεί να ρίξει κάποιος μια ματιά στις λέξεις – κλειδιά της παραπάνω παραγράφου).

Τελικά, θα έλεγα ότι το βιβλίο αυτό αποπειράται να συναντήσει κάθε, για οποιονδήποτε δικό του λόγο, “ενδιαφερόμενο”.

Επίσης, δεν θέλω καθόλου να χαρακτηρίσω ολόκληρο αυτό το βιβλίο σαν “εύκολο” ή “δύσκολο”. Έχει περιοχές που κυλούν εύκολα, έχει περιοχές που απαιτούν περισσότερη προσοχή και, βέβαια, άλλες που ζητούν κάπως περισσότερους ελιγμούς του μυαλού, από όσους μια εκπομπή του είδους “ψυχολογία για όλους”. Αυτά όμως τα “δύσκολα” σημεία, πιστεύω πως δεν είναι ζήτημα γραφής, αλλά θεματολογίας.

Μερικά πράγματα, όσο απλά και να τα εκφράσεις, παραμένουν σύνθετα ως έννοιες… και, τελοσπάντων, ας το πούμε: κάποια θέματα είναι όντως πολύπλοκα από τη φύση τους: ζωή, θάνατος, ύπαρξη, εαυτός, συναίσθημα, εσύ, εγώ, εμείς, γαλαξίες, χωροχρόνος, εντροπία, σε θέλω, δεν σε θέλω, δυαδική συμπεριφορά της ύλης, κβαντική θεωρία πεδίου, έτσι σε θέλω και όχι αλλιώς – και πάει λέγοντας… Πώς να μιλήσεις “απλά” για τόσα θαύματα χωρίς να γίνεις απλοϊκός; Μπορείς να μιλήσεις απλά για την εμπειρία σου από ένα θαύμα· αλλά όχι για το ίδιο το θαύμα, το οποίο παραμένει σύνθετο και ανεξιχνίαστο. Αν πας να το περιγράψεις με “απλά” λόγια για να γίνει δήθεν “ευκολοχώνευτο”, παραβιάζεις την ίδια του τη φύση, το πετσοκόβεις – με δυο λόγια το υποβιβάζεις, το ρημάζεις, το κάνεις απλοϊκό, όχι απλό – κάτι σαν τουριστική ατραξιόν.

Νομίζω ότι η μόδα της μαζικής κουλτούρας και του λαϊκισμού πολλών “ειδικών”, που προσαρμόζουν τα κείμενά τους σε κάποιον υποτιθέμενο “απλό άνθρωπο”, έχουν δημιουργήσει μία αυτοεικόνα αναπηρίας στον μέσο αναγνώστη, ο οποίος εκπαιδεύτηκε να τη θεωρεί αληθινή και δική του – άρα να τη συντηρεί. Θεωρώ ότι οποιοσδήποτε, ακόμα και όταν δεν απευθύνεται σε ειδικό κοινό, μπορεί, εφόσον το επιθυμεί και το προσπαθήσει, να συνθέσει ένα κείμενο το οποίο αναφέρεται μεν σε πολύπλοκα θέματα, αλλά με σαφή και κατανοητά δομημένη έκφραση, χωρίς να προδίδει με υπεραπλουστεύσεις το περιεχόμενο.

Οπότε, δεν θέλησα καθόλου, με το πρόσχημα να μην κουράσω τον αναγνώστη, να μεταμφιέσω τις ιδέες μου σε ένα κείμενο δήθεν προσιτό στον “απλό άνθρωπο” – έναν όρο τον οποίο βρίσκω ρατσιστικό και απεχθή. Δεν πιστεύω στη ράτσα αυτή, γιατί κανένας άνθρωπος δεν είναι “απλός”, όπως νοείται αυτή η λέξη στη συγκεκριμένη χρήση της – όλοι μπορούμε να “καταλάβουμε” τα πάντα, αρκεί να το επιθυμούμε και να μας το περιγράφουν με σαφήνεια. Δεν θεωρώ ότι απευθύνομαι σε μωρά και, αν φροντίζω τη γραφή μου, είναι γιατί σέβομαι βαθύτατα οποιονδήποτε θέλει να προσεγγίσει ενεργητικά το υλικό μου.

Είναι λοιπόν απολύτως συνειδητή μου επιλογή να μη γράψω με τη μορφή τσιτάτων και αφελών αποφθεγμάτων συμπυκνωμένης γνώσης, του είδους “όλοι είμαστε ένα” ή “αν θέλω κάτι πολύ το σύμπαν θα συνωμοτήσει για να μου το δώσει” – παρά τα αμέτρητα likes που συγκεντρώνουν τέτοιες φράσεις στο facebook. Προσωπικά, προτιμώ να λέω και “γιατί” υποστηρίζω ό,τι υποστηρίζω, γι’ αυτό και σε όσα έπονται υπάρχουν συλλογισμοί και μεγάλες αλυσίδες συλλογισμών καθώς και πολλή θεωρία και αρκετά ψήγματα φιλοσοφίας. Όμως έκανα ό,τι μπορούσα, ώστε πάντα, αυτά που ίσως κάποιος θα χαρακτήριζε ως τα δύσκολα, τα κουραστικά, τα πολύπλοκα σημεία, να περιλαμβάνουν τις αναγκαίες αποσαφηνίσεις.

Επίσης, ιδιαίτερα στην Ελληνική πραγματικότητα, κάποιες φορές, βιβλία ανάλογου περιεχομένου ταυτίζουν ό,τι ονομάζουν “αυτογνωσία” και “ολοκλήρωση”, με την ανεύρεση μιας “εσωτερικής αλήθειας”, με μια πορεία προς κάποιο “φως” και εγγυώνται πετυχημένη πλοήγηση προς αυτές τις κατευθύνσεις – κάτι το οποίο συνήθως επιβεβαιώνεται από ενθουσιώδη αποσπάσματα σχολίων αναγνωστών που “είδαν το φως το αληθινό” διαβάζοντας τις αποκαλυπτικές σοφίες κάποιων σελίδων και άλλαξαν τη ζωή τους “εν μία νυκτί”.

Το συγκεκριμένο βιβλίο δεν είναι εγχειρίδιο ανακάλυψης καμιάς αλήθειας και, αν και περιλαμβάνει άφθονη πληροφορία, δεν είναι κανενός είδους οδηγός για να “βρει” κάποιος έναν εαυτό που έχασε και ψάχνει εναγωνίως.

Τέλος, διαπίστωσα ότι εδώ και καιρό, πολλά βιβλία σαν κι αυτό γράφονται με πολύ μικρά κεφάλαια, που κάποτε είναι μόλις μια-δυο παράγραφοι. Αυτό μπορεί να είναι μία θαυμάσια επιλογή, όποτε υποστηρίζει ένα περιεχόμενο κατάλληλο να παρουσιαστεί με αυτόν τον τρόπο. Όταν όμως γράφω σε μικρές ενότητες, που μοιάζουν με “φλας” ασύνδετων εντυπώσεων, μόνο και μόνο για να μην “κουραστεί” ή βαρεθεί ο αναγνώστης, τότε και πάλι τον υποβιβάζω, τον ονοματίζω “τεμπέλη”, ενώ παράλληλα προσβάλλω τόσο τον κόπο μου όσο και την ανάγκη μου να συναντήσω τον οποιονδήποτε Άλλον, εκδίδοντας αυτό το βιβλίο. Ο Άλλος, στον οποίο απευθύνομαι ως οντότητα με το βιβλίο μου, δεν θεωρώ καθόλου ότι είναι υποψήφιος “πελάτης” που περιφέρεται, ψάχνοντας να βρει ποιο φανταχτερό και βολικό στο σχήμα βιβλίο θα έλξει το ενδιαφέρον του.

Εξάλλου, ο “αναγνώστης” δεν είναι μόνον αυτός που παρουσιάζει η “αγορά”. Για μένα, είναι κυρίως μία εκδοχή αυτού του “Άλλου”, τον οποίο λιγότερο ή περισσότερο “φέρουμε” όλοι μέσα μας· εννοώ μία ακαθόριστη αίσθηση “ετερότητας”, που αφορά μάλλον στο σύνολο των υπόλοιπων ανθρώπων επάνω σ’ αυτή τη γη, παρά σε κάποιο απτό και συγκεκριμένο ανθρώπινο ον. Ο Antonio Sichera (2003, σ. 97), επισημαίνει ότι ένα πρόσωπο που απεικονίζει τον εαυτό του, πάντα, κατά βάθος, επικοινωνεί τον εαυτό του […] αναδημιουργεί τον εαυτό του και ανοίγει έναν καινούριο και ανεξερεύνητο κόσμο, ο οποίος, μολονότι άδηλα, αναζητά να αναγνωριστεί από τον άλλον. Οπότε, κάπως ησυχάζω όταν σκέφτομαι ότι τελικά απευθύνομαι όχι μόνο στον αναγνώστη όπως τον σκιτσάρει η “αγορά”, αλλά σε τόσους και τόσους “Άλλους”, ενός απέραντου χώρου, που δεν περιορίζεται στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων.

 

0.3.  Η δομή του βιβλίου.

Το υλικό αυτό, όπως ήδη σημείωσα στην πρώτη ενότητα, έχει την εξής λογική: ξεκινά από μία ευρεία θεώρηση της φυσικής πραγματικότητας και του πώς, μέσα από αυτήν την πραγματικότητα, αναδύεται ο προσωπικός μικρόκοσμος του καθένα μας· στη συνέχεια, εστιάζεται στο πώς οργανώνεται το ιδιωτικό μας βασίλειο και προκύπτει η υπαρξιακή μας ανάγκη να στρεφόμαστε και να τείνουμε ο ένας προς τον Άλλον.

*** Το ΜΕΡΟΣ Ι έχει έναν εισαγωγικό χαρακτήρα, αφορά μία πρώτη γνωριμία με τα γενικά γνωρίσματα του βιβλίου και, γι’ αυτό, φέρει τον τίτλο “Πρελούδιο”.

*** Έπειτα, έρχεται το ΜΕΡΟΣ ΙΙ: “Ο κόσμος και τα μάτια που τον καθρεφτίζουν: μία συμφωνία φασματικών τοπίων”. Στην ουσία, είναι το φιλοσοφικό και ψυχολογικό υπόβαθρο της πρώτης θεματικής περιοχής του βιβλίου, σχετικά με τη φυσική πραγματικότητα και τα κοινά γνωρίσματα των τρόπων μας να χτίζουμε ο καθένας μας το μικροσύμπαν του. Συνιστά μία ιδιότυπη πραγματεία για τη σύνθεση και την οργάνωση της ανθρώπινης εμπειρίας, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την αυτοσυναίσθησή μας και τα υπαρξιακά χαρακτηριστικά του είδους μας.

Φυσικά, η προσέγγιση που γίνεται στο ΜΕΡΟΣ ΙΙ, δεν είναι παρά μία προσωπική μου ματιά. Όλοι μας επιλέγουμε πώς θα δούμε τα πράγματα μέσα από κάτι σαν “παράθυρα”, φτιαγμένα από την ικανότητά μας να δομούμε τη γνώση μας για τον κόσμο, σε διάφορες περιοχές – πεδία (Parlett, 1991): κοιτώντας τον κόσμο από ό,τι παράθυρα επιλέγω, δίνω στην πραγματικότητά μου μορφή και νόημα.

Έτσι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, έρχομαι κι εγώ να “στήσω” στο ΜΕΡΟΣ ΙΙ τα δικά μου παράθυρα: τα προσωπικά μου φίλτρα όλων των ειδών, μέσα από τα οποία βλέπω τον καθένα μας να δομεί την προσωπική του πραγματικότητα στη βάση της σχεσιακής μας υπόστασης.

Ίσως οι σελίδες του ΜΕΡΟΥΣ ΙΙ να είναι για μερικούς κουραστικές, δυσνόητες, βαρετές ή και περιττές. Ελπίζω οι περιλήψεις που πρόσθεσα μετά από κάθε Κεφάλαιο να δίνουν μία γενική αίσθηση των θεμάτων τους, στον αναγνώστη που δεν επιθυμεί να εμβαθύνει.

Το ΜΕΡΟΣ ΙΙ έχει να κάνει με πολλές έννοιες. Μιλώ για το φαινόμενο της συνείδησης και τη σύνθεση των βιωμάτων μας, για το μεγαλείο της μοναδικότητας του καθένα μας και γενικότερα για τη σχεσιακή μας φύση σε οντολογικό επίπεδο· για τον τρόπο που απλώνονται τα γεγονότα της ζωής μας μέσα στο ποτάμι του χρόνου, δηλαδή για το “συντακτικό” και τη χρονικότητα των βιωμάτων μας· για το τι συμβαίνει στο νου και πέρα από το νου, σε επίπεδο σώματος – συναισθήματος και μικροδομής της εμπειρίας μας, καθώς προχωρούμε στη διαδρομή μας· για τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της αλλαγής, καθώς τα βιώματά μας διαδέχονται το ένα το άλλο, είτε πρόκειται για μία στιγμή είτε για ολόκληρες περιόδους ζωής.

Τέλος, όσον αφορά αυτό το θεωρητικό – φιλοσοφικό κομμάτι του βιβλίου, οφείλω να διευκρινίσω και κάτι ακόμα. Η συγκεκριμένη περιοχή του βιβλίου βασίστηκε κατά μεγάλο μέρος: (α) στην ευρύτερη υπαρξιακή προοπτική του κόσμου (τη φιλοσοφία), στην οποία βασίζεται η ψυχοθεραπεία Gestalt (κρατώ συνειδητά, για πρακτικούς λόγους, το κεφαλαίο “G”) και (β) στην προοπτική που σχηματίζουν ιδέες προερχόμενες από τη φαινομενολογία αλλά και τις νευροεπιστήμες (σχετικά με τη μικροδομή της εμπειρίας και την ενσώματη βάση της).

Ωστόσο, ο τρόπος που παρουσιάζονται και συνδυάζονται αυτά τα θεωρητικά μέρη, δεν είναι απλή μεταφορά απόψεων. Πολύ συχνά, ό,τι σημειώνω από τις παραπάνω δύο μεγάλες θεωρητικές πηγές, είναι συνειδητά διαμορφωμένο μέσα από δικές μου αποχρώσεις, συνδέσεις, διαφωνίες μου ή παραλλαγές των πρωτογενών αρχών τους, ενώ περιλαμβάνει επίσης πολλές απολύτως προσωπικές προτάσεις. Με αυτήν τη λογική, ο αναγνώστης μάλλον δεν θα βρει στο βιβλίο μία ακριβώς “ορθόδοξη” και πλήρη παρουσίαση των ιδεών των θεωρητικών αυτών πηγών – εννοείται ότι σαφώς επιχείρησα φιλότιμα να σεβαστώ τον κεντρικό πυρήνα τους, όποτε αναφέρομαι σ’ αυτές.

*** Το ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ τιτλοφορείται “Το χορικό της Συνάντησης”. Επειδή κάθε ανθρώπινη συνάντηση προϋποθέτει τουλάχιστον δύο οντότητες που την πραγματοποιούν, τα θέματα στα οποία εστιαζόμαστε έχουν να κάνουν με διάφορα ερωτήματα, σχετικά με το “ποιοι” είναι αυτοί που συναντιούνται. Ειδικότερα:

Ποιος είμαι “εγώ”; Πώς μπορώ να προσεγγίσω το φαινόμενο του ίδιου μου του “Εαυτού”; Ποιο είναι το νόημα των πραγμάτων και γιατί είναι τόσο δύσκολο να το βρω; Άραγε, υπάρχει κάποιο νόημα στο να αναζητώ οποιοδήποτε νόημα; Πόσο ελέγχω αυτό που εγώ ορίζω ότι είμαι; Πώς γίνεται τόσο συχνά (ιδιαίτερα όταν βιώνουμε τις αντιφάσεις μας), να νιώθουμε ότι μέσα μας φιλοξενείται ακατάπαυστα ένας “ξένος”, ο οποίος αποτελεί ταυτοχρόνως τόσο ένα δικό μας κομμάτι όσο και κάτι αλλότριο και απειλητικό; Πού τελειώνω εγώ και πού αρχίζεις εσύ; Ποιος είσαι εσύ στα δικά μου μάτια – ή εγώ στα δικά σου; Μπορούμε να συναντηθούμε, και, αν ναι, πώς και κατά πόσον;

Όσον αφορά στο τελευταίο ερώτημα, ένας από τους πολλούς τρόπους να το προσεγγίσουμε, είναι ο ακόλουθος. Αντίθετα με ό,τι χρειαζόμαστε να πιστεύουμε, έχω τη γνώμη πως οι καιροί μας, εκτός των πολλών άλλων αρχαίων τρόμων που επιβεβαιώνουν, μάλλον επισφραγίζουν και ένα προαιώνιο άγχος μας: ότι ως υπάρξεις, όχι μόνο γεννιόμαστε και πεθαίνουμε μόνοι, αλλά ζούμε και μόνοι “εκ κατασκευής”, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορούμε να κάνουμε όμορφες και πετυχημένες διαπροσωπικές σχέσεις. Όσο παράδοξο και αν ακούγεται, φαίνεται πως ο καθένας μας είναι ένα ον απολύτως μοναδικό – γι’ αυτό και άρχοντας στο δικό του προσωπικό βασίλειο του ενός μόνο κατοίκου… Τελικά, θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι ζούμε εν μέσω μιας προσωπικά αισθητής κοσμικής σιγής.

Κάποιες φορές παλεύουμε να τη γεμίσουμε με κραυγές και θορύβους, ακόμα πιο σιωπηλούς στη ματαιότητά τους. Κάποιες φορές επιχειρούμε να γίνουμε ίδιοι με τους Άλλους, για να έχουμε την αυταπάτη της συντροφιάς. Κάποιες άλλες φορές, επιχειρούμε να χυμήξουμε λαίμαργα σε ψευδαισθήσεις, τις οποίες, στην απελπισία μας, εύκολα ονομάζουμε “σχέση”. Πώς γίνεται, σε τέτοιες περιπτώσεις, ο Άλλος, από λιμάνι να μετατρέπεται σε κάστρο που πρέπει να αλωθεί; Πώς γίνεται, από πρόσωπο όμορφο και λαμπερό στην αυτοτέλειά του, να υποβιβάζεται σε αντικείμενο προς χρήση; Πώς διαμορφώνεται ο χώρος στον οποίο ξετυλίγονται οι συναντήσεις μας με τον Άλλον και, τελικά, τι είναι ο Άλλος, ως οντότητα τόσο ξένη και ταυτόχρονα τόσο οικεία; Πώς ο Άλλος, ο οποιοσδήποτε Άλλος, ανατέλλει και δύει στον ορίζοντα της προσωπικής μας πραγματικότητας.

 

1.1.  Από τα παλαιότερα προς τα νέα μοντέλα της φυσικής πραγματικότητας.

Οι άνθρωποι έχουμε την ικανότητα να αντιλαμβανόμαστε τόσο τον κόσμο όσο και εμάς τους ίδιους. Δημιουργούμε μοντέλα του κόσμου, σύμφωνα με τα οποία βλέπουμε τα πράγματα και ενεργούμε. Τα πρίσματα αυτά, μέσα από τα οποία βλέπουμε τον κόσμο, μοιραία καθορίζουν και το πώς βλέπουμε εμάς τους ίδιους, τον Άλλον και τη σχέση μας μαζί του.

Ο Spinelli (2005), σημειώνει ότι βασικό για τον άνθρωπο ήταν πάντα το ερώτημα τι είναι πραγματικό. Στη συγκεκριμένη ενότητα, θα μας απασχολήσει το γενικότερο πνεύμα των απαντήσεων σ’ αυτό το ερώτημα, μέχρι τις αρχές (και για πολλούς, μέχρι σχεδόν τα μισά του 20ου αιώνα).

Μέχρι την περίοδο εκείνη, οι προβληματισμοί μας για το σύμπαν και τη φυσική πραγματικότητα στηριζόταν σε κάποια χαρακτηριστικά σημεία, τα οποία ήταν και τα κριτήρια για να ορίζουμε τι είναι πραγματικό. Τα σημεία αυτά συγκρότησαν στη Δύση τον πυρήνα μιας κοσμοαντίληψης, η οποία κατέστη για αιώνες ακλόνητη και αυτονόητη βεβαιότητα – ενώ δεν ήταν παρά ένα αμάλγαμα υποθέσεων τις οποίες αυθαίρετα μετατρέπαμε σε αξιώματα. Ο πυρήνας αυτός, ως φιλοσοφικό σύστημα, ονομάστηκε γενικά “ρεαλισμός” και καθόρισε το όλο πνεύμα των αναζητήσεων της τότε φυσικής (η οποία αποκαλείται συνήθως “νευτώνεια φυσική” ή, για κάποιους και “κλασική φυσική”).

Οι βασικές πεποιθήσεις του ρεαλισμού, συγκροτώντας μία άποψη τόσο περί της φυσικής πραγματικότητας όσο και περί του ανθρώπου, μοιραία επηρέασαν (και επηρεάζουν) τις αντιλήψεις μας περί σχέσεων και, μερικά χαρακτηριστικά σημεία σχετικών απόψεων, θα μπορούσαν να είναι τα ακόλουθα.
*** Πεποίθηση 1η: Ο κόσμος αποτελείται από πραγματικά στοιχεία που υπάρχουν ανεξάρτητα από τη γνώση μας γι’ αυτά. Στη δυαδική αυτή αντίληψη, εμείς και τα πράγματα υπάρχουμε ξεχωριστά, δηλαδή τα πράγματα υφίστανται αντικειμενικά και ανεξάρτητα από εμάς (όταν πεθαίνουμε αυτά συνεχίζουν να υπάρχουν όπως πριν, διαθέσιμα σε οποιονδήποτε, αρκεί να βρει τα μέσα και τον τρόπο για να τα γνωρίσει).
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
*** Πεποίθηση 2η: Είμαστε σε θέση, με το νου, τις αισθήσεις και τα διαρκώς εξελισσόμενα εργαλεία μας, να έχουμε άμεση πρόσβαση σε αυτόν τον ανεξάρτητο από εμάς κόσμο. Οι υποθέσεις μας για τη φυσική πραγματικότητα δεν είναι απλά θεωρίες για τη φύση, αλλά “νόμοι” που αποκαλύπτουν την αληθινή της όψη, την προϋπάρχουσα ουσία των πραγμάτων (Π. Καϊναδάς, προσωπική επικοινωνία, 2016). Μπορούμε συνεπώς να εισδύσουμε στα άδυτα της ψυχής του Άλλου και να γνωρίσουμε τι ακριβώς συμβαίνει εκεί μέσα. Μία συνέπεια αυτής της θέσης, είναι να προσπαθήσουμε να του επιβάλλουμε αυτό που εμείς νομίζουμε ότι χρειάζεται, “για το καλό του” – εφόσον εμείς μπορούμε να γνωρίζουμε τον Άλλον καλύτερα από ό,τι ο ίδιος τον Εαυτό του.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
*** Πεποίθηση 3η: Ο ρεαλισμός έχει μία χαρακτηριστική θέση όσον αφορά τις σχέσεις αιτιότητας. Η “αρχή της αιτιότητας”, γενικότερα, αναφέρεται στη σύνδεση δύο καταστάσεων όταν η δεύτερη προκύπτει λόγω της πρώτης, σχετίζοντας έτσι ένα φαινόμενο με τους παράγοντες που το προκαλούν. Ο όρος “αιτιοκρατία” (“ντετερμινισμός”) αναφέρεται στους τρόπους και τους νόμους σύμφωνα με τους οποίους εκφράζεται η αιτιακή σχέση.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Στο ρεαλισμό, από τη στιγμή που η φυσική πραγματικότητα είναι προδομημένη και αυτόνομη, για να προϋπάρχει αντικειμενικά, ανεξάρτητα από την παρατήρησή της από εμάς, τα πράγματα πρέπει να συνδέονται με απόλυτες σχέσεις αιτίου και αποτελέσματος (“μηχανιστικός ντετερμινισμός”). Μία τωρινή κατάσταση ενός φυσικού συστήματος σε αυτό το μοντέλο του κόσμου συνδέεται ομαλά και αλυσιδωτά με τις προγενέστερες και μελλοντικές καταστάσεις του· δηλαδή, ένα αίτιο μπορεί να φέρει πάντα ένα, ίδιο, συγκεκριμένο και μοναδικό αποτέλεσμα (αίτιο και αποτέλεσμα είναι ευθέως ανάλογα μεταξύ τους συνεπώς, αν αλλάξει κατά ένα ποσοστό το αίτιο, αλλάζει κατά το ίδιο ποσοστό και το αποτέλεσμα). Όταν συμβαίνει αυτό, το σύστημα λέγεται “γραμμικό” και, σε ένα σύστημα αυτού του είδους, το πέρασμα από κατάσταση σε κατάσταση είναι προβλέψιμο.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
*** Πεποίθηση 4η: Αν μία ολότητα, χωριστεί σε μέρη, αυτά υπάρχουν ανεξάρτητα μεταξύ τους. Αν μελετηθούν ξεχωριστά, τότε το άθροισμα των συμπερασμάτων για τα μέρη, μας δίνει τη γνώση για την ολότητα που τμήσαμε. Σύμφωνα λοιπόν με την πεποίθηση αυτή, θα γνωρίσω τι είσαι ως όλον, αν αθροίσω τις ενδείξεις που μου δίνεις καθημερινά.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
*** Πεποίθηση 5η: Τα πράγματα μπορούν να ταξινομούνται σε κατηγορίες, οπότε αν κάτι συγκεκριμένο συγκεντρώνει γνωρίσματα μιας ευρύτερης κατηγορίας, αυτομάτως θα χαρακτηρίζεται και από τα άλλα γνωρίσματά της.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
__________________________

6.{H στιγμή δεν ήταν πια ένα κλείσιμο μα το κέντρο μιας έκτασης μ’ άπειρη περιφέρεια πέρα απ’ τα βουνά και τον ορίζοντα, πίσω απ’ το χτες και το αύριο, πέρα απ’ το χρόνο, σ’ όλο το χρόνο τον πεθαμένο και τον αγέννητο, πάνω απ’ τον καπνό των βραδινών καπνοδόχων που μοσκοβολούσε ταπεινότητα, καρτερία, μετριοπάθεια, πέρα, πάνω απ’ τους λύχνους που ανάβαν πριν απ’ τ’ άστρα, πάνω απ’ τ’ άστρα που ανάβαν πριν απ’ την προσοχή μας και τη γνώση μας.}*{Πέρασαν πια τα χρόνια. Αλάφρωσα πολύ, παραβάρυνα. Χαίρομαι αυτή την ελαφρότητα κι αυτό το βάρος. Ένα βαθύ χαμόγελο με ανασηκώνει απ’ τις μασκάλες· δεν πατώ στο χώμα· -ντρέπομαι μη και με δει κανείς να περπατώ στον κήπο σαν πουλί. Ντρέπομαι γι’ αυτή την παιδική μου ελαφρότητα.} – (Ρίτσος-2)
__________________________

 

1.4.  Τα πράγματα και οι ιδιότητές τους σε έναν κόσμο σχέσεων, σχετικότητας και ροής.

>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Η “σχεσιακότητα” (η θεώρηση οποιουδήποτε πράγματος μέσω αλληλοεπηρεαζόμενων πλεγμάτων σχέσεων – “relatedness”), είναι μία αντίληψη του κόσμου που δεν αφήνει τίποτα “έξω” από τον  κόσμο, ασύνδετο με ό,τι άλλο είναι ο κόσμος. Συνεπώς, αφού διαφορετικά και αλληλεπιδρώντα δίκτυα σχέσεων είναι το πρίσμα μέσω του οποίου βλέπουμε τα πράγματα, τίποτα δεν ορίζεται απόλυτα και αντικειμενικά και έτσι, αυτομάτως, προκύπτει ένα δεύτερο κύριο γνώρισμα του κόσμου: η “σχετικότητα” (η έλλειψη απόλυτης βεβαιότητας για την υπόσταση οποιουδήποτε πράγματος – “relativity”). Όλα όσα συγκροτούν τον κόσμο μοιάζουν να είναι μεν αυτόνομες οντότητες με δική τους δομή, αλλά χωρίς κάποια προκαθορισμένη παγιωμένη υπόσταση, αφού ορίζονται διαφορετικά από διαφορετικές οπτικές γωνίες – δηλαδή, ανάλογα με τις εκάστοτε σχέσεις τους που φανερώνονται από αυτήν ή την άλλη οπτική γωνία.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Από αυτήν την άποψη, θα λέγαμε ότι ενώ τα πράγματα υπάρχουν, οι ιδιότητές τους δεν είναι ακριβώς δικές τους, αλλά ανήκουν τόσο στα ίδια όσο και σε αυτόν που τα παρατηρεί και ως προς τον οποίο εμφανίζουν αυτές τις ιδιότητες, ως παράγωγα αλληλεπίδρασης μαζί του. Οπότε, οι ιδιότητες των πραγμάτων δεν είναι πλέον κάτι αντικειμενικό· στην κβαντική φυσική, τα μεγέθη ως προς τα οποία ορίζουμε ένα σωματίδιο, αποκτούν νόημα μόνο όταν το σωματίδιο παρατηρείται (αλληλεπιδρά με κάποιον ή με κάτι). Δηλαδή, όταν δεν παρατηρώ το ηλεκτρόνιο (όταν δεν έχω κάποια αλληλεπίδραση, κάποια “σχέση” μαζί του), δεν μπορώ να αναρωτηθώ ποια είναι η τροχιά του, γιατί απλώς δεν υπάρχει καν, για μένα, το μέγεθος “τροχιά” – για κάποιον που όμως που τώρα παρατηρεί το ηλεκτρόνιο, το μέγεθος “τροχιά” εμφανίζεται στις μετρήσεις του.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Ο Philippson (2001), σημειώνει ότι στη γλώσσα μας εξακολουθούμε να βλέπουμε τις ιδιότητες των αντικειμένων ως πάγιά τους χαρακτηριστικά, που ανήκουν αποκλειστικά σε αυτά. Θεωρούμε ότι τα επίθετα με τα οποία αποδίδονται στη γλώσσα μας οι ιδιότητες των πραγμάτων, περιγράφουν αντικειμενικά τα προσδιοριζόμενα ουσιαστικά.

Όταν λέω ότι “η μπλούζα μου στο συρτάρι είναι κόκκινη”, στην καθημερινή μας συνεννόηση, θεωρώ ότι το κόκκινο της μπλούζας μου είναι αυτονόητα ένα και μοναδικό. Όταν όμως ανοίξω το συρτάρι, το κόκκινο που θα δω είναι άλλο από την ακαθόριστη νοητική αφαίρεση που είχα στη μνήμη μου – και σίγουρα διαφορετικό από αυτό που αντιλαμβάνεσαι εσύ, δίπλα μου. Και αν έχω αναμμένο το κεντρικό φως ή το μικρό πορτατίφ, πάλι το κόκκινο θα είναι διαφορετικό στην εμπειρία μου. Και αν έχω χάσει τα γυαλιά μου, επίσης αλλιώτικο. Το κόκκινο χρώμα της μπλούζας μου δεν αντιστοιχεί σε μία πάγια ιδιότητά της, αλλά σε ένα γνώρισμά της που έχει κάποιο νόημα μόνον όταν αλληλεπιδρώ μαζί της, βλέποντάς την.
Το ίδιο ισχύει και για κάθε τι άλλο, για εσένα και τις ιδιότητες (και τους χαρακτηρισμούς) που σου αποδίδω, καθώς και για εμένα τον ίδιο και τις ιδιότητες που αποδίδω στον εαυτό μου. Οπότε η ερώτηση “τι χρώμα είναι η μπλούζα μου;” ενώ γραμματικά και συντακτικά στέκει, φαίνεται να μην έχει πλέον το ίδιο νόημα που είχε παλαιότερα, όταν το χρώμα της θεωρούνταν κάτι δεδομένο. Φυσικά, το ίδιο ακριβώς ισχύει αν ρωτήσω “ποιος είσαι εσύ;”, “ποιος είμαι εγώ;”, “τι κάνουμε μαζί;” – όλα αυτά, όπως και το κόκκινο χρώμα της μπλούζας μου, εξαρτώνται από τη ματιά του καθενός μας και δεν είναι δεδομένες “υποστάσεις” και καταστάσεις.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>

1.9.  Η συνύπαρξη σχέσης/ροής και δομής: ένα σύμπαν δυναμικού ρεαλισμού.

Είδαμε ότι, στις μέρες μας, η κυριαρχία του στενού πλαισίου του απόλυτου ρεαλισμού και του μηχανιστικού ντετερμινισμού της νευτώνειας περιόδου έχει πλέον ξεπεραστεί, ενώ ανοίχτηκαν μπροστά μας άπειρες δυνατότητες νέων κατευθύνσεων σκέψης.
Παραπάνω, σημειώσαμε ήδη κάποια γνωρίσματα μερικών από αυτές. Στο σημείο αυτό, είναι σημαντικό για τα επόμενα Κεφάλαια του οδοιπορικού μας, να δούμε πού μπορούμε να εστιαστούμε επιχειρώντας να γνωρίσουμε (όσο και όπως μπορούμε να γνωρίσουμε) τα πράγματα – και εμάς τους ίδιους. Ο Yontef (1993), βλέπει τρεις κύριες κατευθύνσεις σκέψης, που εμφανίζονται στη μετα-νευτώνεια περίοδο των Δυτικών κοινωνιών.

*** (α) Πρώτα-πρώτα, υπάρχει μια δυνατότητα σκέψης που διατηρεί γνωρίσματα της νευτώνειας περιόδου, γι’ αυτό και θα τη χαρακτηρίζαμε “νεο-νευτώνεια γραμμική σκέψη” (“neo-Newtonian linear theorizing”)
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
*** (β) Μία δεύτερη κατεύθυνση, επίσης μετα-νευτώνεια αλλά αντίθετη από την προηγούμενη, είναι η απόλυτη απομάκρυνση από κάθε στοιχείο του νευτώνειου ρεαλισμού: η “μη γραμμική σκέψη” (ή “καθολική διαδραστικότητα”) – “non-linear theorizing” (“universal interactionism”).
*** (γ)  >>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Και η έννοια της δομής φαίνεται να είναι αναγκαία στην αντίληψή μας για τον κόσμο, τόσο όσο και η έννοια της ροής. Η δομή προϋποθέτει μεν σχετιζόμενα μέρη, αλλά σαφώς αυτόνομα και διακριτά μεταξύ τους, οπότε, μέσω της δομής, τα πράγματα ξεχωρίζουν μεταξύ τους. Αν θεωρούμε τα πάντα αποκλειστικά και μόνον ως ροή, ως διαδικασίες διαδράσεων και ανταλλαγής ενέργειας, σε ένα ατελείωτο δίκτυο σχέσεων, χωρίς τους περιορισμούς που θέτει η ύπαρξη δομής, τότε, χάνουμε τη δυνατότητα διάκρισης του τι σχετίζεται με τι άλλο στον κόσμο. Η συνεπακόλουθη ομοιογένεια, μοιραία οδηγεί στη μη-ύπαρξη, αφού υποβιβάζονται μέχρι εξαφάνισης οι ατομικές διαφορές. Είναι σαν να βυθιζόμαστε σε μία ομοιόμορφη “σούπα” ροής, όπου εξαφανίζεται η σημασία της εξατομικευμένης δομής, των ορίων και της διαφοράς, φέρνοντάς μας σε αμηχανία, παρά την πρώτη εντύπωση ελευθερίας που μπορεί να μας είχε αρχικά προκαλέσει η παντελής έλλειψη δομικών σχημάτων.

Προκειμένου να επιτευχθεί η υπέρβαση της ακραίας μη γραμμικότητας, ο Yontef επισημαίνει ότι αναπτύχθηκε μία ενδιάμεση τάση, μία “ενοποιημένη προσέγγιση” (“integrated theorising”), η οποία συνδυάζει τις δύο προηγούμενες. Αυτή η “ενοποιημένη προσέγγιση”, είναι πληρέστερη καθώς δέχεται μεν τη σχεσιακότητα ως κύριο γνώρισμα των πραγμάτων (όλα συνδέονται με όλα – κύμα), αλλά επίσης δέχεται τη δομή και την αυτονομία τους (σωματίδιο) – στην ουσία πρόκειται για έναν τρόπο σκέψης που εμπνέει η έννοια του κβαντικού πεδίου
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Τελικά, τόσο στο σύμπαν όσο και στα ανθρώπινα πράγματα, η διαδραστικότητα των σχέσεων και η συνεχής ροή διαδικασιών, φαίνεται να μην αποκλείουν καθόλου τη δομή και τη σταθερότητα. Ο King (όπως παρατίθεται από τον Yontef, 1993, σ. 362), τονίζει πως, για τη σύγχρονη φυσική, είναι η ύπαρξη δομής αυτή που στην πραγματικότητα δημιουργεί κίνηση: δεν υπάρχει ζωή αν δεν υπάρχει ανομοιογένεια, δηλαδή αντίσταση λόγω διαφοράς, η οποία προκαλεί και την κίνηση της ενέργειας.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Ο νευτώνειος ρεαλισμός δεν επαρκεί για να περιγράψει αυτήν την κοσμική εικόνα και μάλλον παραχωρεί τη θέση του σε ένα άλλο πλαίσιο, που ονομάζεται “δυναμικός ρεαλισμός”.

 

1.11. Αυτοοργάνωση και αναδυόμενες ιδιότητες.

>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Μπορούμε να κατανοήσουμε την ιδιότητα της αυτοοργάνωσης, με την ακόλουθη προσέγγιση. Ας πάρουμε ένα σύστημα, στη ζωή του οποίου έχει παρέλθει μία κατάσταση τάξης και οργάνωσης και το σύστημα βρίσκεται σε αταξία, έως ότου περάσει στην επόμενη κατάσταση τάξης. Το σύστημα, στην κατάσταση της αταξίας, δεν παραμένει ποτέ ήσυχο. Ακόμα και όταν φαίνεται αδρανές, υπάρχουν πάντα μικρομεταβολές των στοιχείων του· υπενθυμίζεται ότι τα κβαντικά πεδία, τα οποία αποτελούν τη βάση της φυσικής πραγματικότητας, δεν είναι ποτέ “ήρεμα” αλλά εμφανίζουν ακατάπαυστα διακυμάνσεις της ενέργειάς τους (κάτι που ισχύει ακόμα και για το “κενό”, ποτέ δεν είναι ούτε άδειο ούτε γαλήνιο – βλ. 1.7α). Οπότε, το σύστημα εμφανίζει διαρκώς τυχαίες διακυμάνσεις των παραμέτρων του και είναι φυσικό, μέσα στη συνολικά τυχαία διάταξη, να εμφανίζονται προσωρινές νησίδες τάξης, οι οποίες πολύ γρήγορα εξαφανίζονται.

Κάθε τόσο, τυχαία, κάποιες από αυτές τις σκόρπιες διακυμάνσεις αλληλοενισχύονται, καθώς η πολυπλοκότητα των αλληλεπιδράσεων, τις καθιστά μη γραμμικές, με διαρκώς αυξανόμενη τυχαιότητα. Αυτό, μεταξύ των άλλων, γίνεται και μέσω διαδικασιών θετικής ανάδρασης: το αποτέλεσμα μιας μεταβολής κάποιων παραμέτρων του συστήματος επιπροστίθεται στη μεταβολή, προκαλεί την ενίσχυσή της και την ενίσχυση της αστάθειας του συστήματος, η οποία επιφέρει περισσότερες και ισχυρότερες μεταβολές κοκ. Έτσι, αυξάνονται οι πιθανότητες τα αποτελέσματα κάποιων από αυτές τις μεταβολές να συντονιστούν μεταξύ τους και να παράγουν ευρύτερες περιοχές τάξης, ολοένα ισχυρότερης δυναμικής οργάνωσης. Σταδιακά, οι περιοχές τάξης αυξάνονται, συντονίζονται μεταξύ τους, αλληλοενισχύονται, συγκροτούν όλο και ευρύτερους σχηματισμούς σταθερών σχέσεων, οι οποίες διατηρούνται στον χρόνο, έστω και προσωρινά – δηλαδή, έχουμε την εμφάνιση δομών· καθώς το αέναο παιχνίδι ροής/δομής εξελίσσεται (βλ. 1.9), οι σχηματιζόμενες δομές αντιστέκονται στην ελεύθερη ροή της ενέργειας, προκαλώντας νέες διακυμάνσεις της, νέες αλληλεπιδράσεις, νέους σχηματισμούς περιοχών τάξης.

Η ενέργεια των υπόλοιπων σκόρπιων αλληλεπιδράσεων τείνει σταδιακά να οργανωθεί γύρω από τους ισχυρούς αυτούς πυρήνες τάξης. Ίσως γιατί, κατ’ αυτόν τον τρόπο, το σύστημα εξασφαλίζει καλύτερη συνολική ενεργειακή οικονομία, μη σπαταλώντας την ενέργεια των αλληλεπιδράσεων σε πολλά διάσπαρτα σημεία. Τελικά, ολόκληρο το σύστημα εγκαθιδρύει μία νέα κατάσταση οργάνωσης, η οποία είναι πανίσχυρη και το αφορά στο σύνολό του.

Ωστόσο, τα πάντα στη φυσική πραγματικότητα διαρκώς μεταβάλλονται και τίποτα δεν παραμένει ακίνητο. Έτσι, οι μικρομεταβολές που ούτως ή άλλως χαρακτηρίζουν τη νέα αυτή κατάσταση τάξης, αρχίζουν να αλληλοενισχύονται· κάποια στιγμή, δεν μπορούν πλέον να εξισορροπηθούν μεταξύ τους και η τάξη καταρρέει· το σύστημα περνά στην αταξία, έως ότου μέσω και πάλι τυχαίων διακυμάνσεων της ενέργειας των συστατικών του και αλληλοενισχυόμενων μη γραμμικών βρόχων ανάδρασης, αρχίσει και πάλι να “αναζητά” τη νέα κατάσταση τάξης κοκ. Έτσι, στα πολύπλοκα συστήματα, έχουμε την τάξη να προκύπτει μέσα από την αταξία και το αντίστροφο – και οι δύο έννοιες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες και δεν νοούνται χωριστά.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>

2.1.  Από τα γεγονότα του φυσικού κόσμου στην ατομική μας (φαινομενολογική) πραγματικότητα.

>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Στο ερώτημα λοιπόν τι είναι πραγματικό μπορούμε να απαντήσουμε, φαινομενολογικά, ως εξής: υπάρχει όντως “εκεί έξω” ένας “πραγματικός κόσμος” και εμείς οι άνθρωποι είμαστε αναπόσπαστα στοιχεία του. Ο κόσμος αυτός είναι αντικειμενικός μόνον ως προς το γεγονός της ύπαρξής του· ως προς την εικόνα του, δεν είναι αντικειμενικός, γιατί δεν μπορούμε να τον γνωρίσουμε ούτε ακριβώς ούτε απευθείας, παρά μόνο καθώς τον ερμηνεύουμε στο βλέμμα μας. Επίσης, αν και οι άνθρωποι έχουμε λόγω της ίδιας κατασκευής μας κοινούς μηχανισμούς ερμηνείας της φυσικής πραγματικότητας, δημιουργούμε απολύτως προσωπικές ερμηνείες της, λόγω του τρόπου με τον οποίο συνθέτουμε τη ροή της εμπειρίας μας – ένα θέμα, στο οποίο θα εμβαθύνουμε αρκετά σε όλο το Κεφάλαιο 4. Επίσης, εμείς οι ίδιοι, είμαστε αδιάσπαστα στοιχεία του κόσμου, επομένως, δεν τίθεται καν ζήτημα να τοποθετηθούμε απέναντί του προκειμένου να τον γνωρίσουμε.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Ποτέ δεν αντιλαμβανόμαστε καθαρή, ακατέργαστη ύλη· όπως, ανάλογα, ποτέ δεν αντιλαμβανόμαστε ακατέργαστα νοητικά φαινόμενα. Πάντα βιώνουμε μία ερμηνευμένη πραγματικότητα που αναδύεται από την αλληλεπίδραση ή την αλληλοσυσχέτιση αυτών των δύο (Spinelli, 2005, σ. 12). Τελικά, δεν μπορώ ποτέ να γνωρίσω ολόκληρο κάτι άλλο (αφού είμαι μέρος της σχέσης μου με αυτό) ούτε ολόκληρο αυτό που είμαι εγώ ο ίδιος (αφού δεν μπορώ να βγω “έξω” από εμένα τον ίδιο και να με παρατηρήσω). “Είμαι ο μόνος κληρονόμος. Κι η κατοικία μου είναι παντού όπου κοιτώ” (Λειβαδίτης, 1991, σ. 16).
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>

2.2.  Ο ιδιωτικός κόσμος στα βάθη των ματιών μας: το φαινομενολογικό πεδίο.

>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Μπορούμε να πούμε ότι η φαινομενολογική θεωρία πεδίου σκιαγραφεί την προσωπική πραγματικότητα κάθε ανθρώπινου όντος, με τον ακόλουθο τρόπο.
Ψυχολογικά, ο καθένας μας αντιλαμβάνεται υποκειμενικά ένα ορισμένο μέρος του ευρύτερου πεδίου της φυσικής πραγματικότητας, καθώς όλοι μας, ως φυσικές οντότητες και μέρη του πεδίου, αλληλεπιδρούμε με διαφορετικά κάθε στιγμή φυσικά συστατικά του. Ζώντας λοιπόν τα γεγονότα της ζωής μας, αυτό που κάνουμε κινούμενοι στον φυσικό κόσμο, περνά με κάποιον τρόπο (για τον οποίο θα μιλήσουμε εκτεταμένα παρακάτω) και σχηματοποιείται ως προσωπική εμπειρία στην υποκειμενική μας αντίληψη, παίρνοντας ένα υποκειμενικό ψυχολογικό νόημα.

Είναι σαν, στο επίπεδο της προσωπικής αίσθησης της ύπαρξής μας και του κόσμου, να διαχωριζόμαστε από ό,τι δεν ορίζουμε ως “εγώ”, να τοποθετούμαστε απέναντί του – σαν οι ψυχολογικές μας λειτουργίες να ασπάζονται μία ρεαλιστική και δυϊστική ματιά στα πράγματα. Με άλλα λόγια, στο επίπεδο της προσωπικής αντίληψης ενός συγκεκριμένου προσώπου, δεν ισχύει ό,τι στην κυματική αντίληψη του ευρύτερου πεδίου, σύμφωνα με την οποία όλα είναι συνεχής ροή, σχέση. Εμείς, βιώνοντας τον προσωπικό μας κόσμο, λειτουργούμε με τη σωματιδιακή αντίληψη, ως οριοθετημένες, ξεχωριστές δομές. Είναι σαν μέσα στον ωκεανό των σχεσιακών δικτύων του ευρύτερου πεδίου, να αναδύονται μικρές και δομημένες “νησίδες” προσωπικής πραγματικότητας, η κάθε μία από τις οποίες υφίσταται ως αυτόνομη δομή μόνο από τη θέση του συγκεκριμένου προσώπου που τη βιώνει.

Για ένα πρόσωπο, είναι το ιδιωτικό αυτό μικροσύμπαν, η ατομική αυτή αίσθηση του κόσμου, η οποία αποτελεί και το λεγόμενο “φαινομενολογικό του πεδίο”, δηλαδή τον υποκειμενικό κόσμο αυτού του προσώπου – η ιδιωτική αυτή αίσθηση του ευρύτερου πεδίου, ονομαζόταν αρχικά, από τον Lewin, ο “χώρος ζωής” (“life space”).
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>

3.1.  Η εμφάνιση της συνείδησης, οι δυνατότητες και οι τρόμοι του “εγώ είμαι”.

Ο Alfred de Grazia (1983) μιλά με έναν τρόπο, τον οποίο εγώ βρήκα πολύ γοητευτικό, για σημαντικά εξελικτικά στάδια του είδους μας, τα οποία οδήγησαν στην εμφάνιση της συνείδησης. Μεγάλο μέρος της ενότητας αυτής είναι βασισμένο στις ιδέες του.

Ας γυρίσουμε λοιπόν πίσω, πάρα πολύ πίσω, στην εποχή των πρώτων ανθρωποειδών. Φανταστείτε τώρα, τον εαυτό σας, χωρίς αυτο-συνείδηση. Δεν γνωρίζετε τι σημαίνει η έκφραση “εγώ-είμαι”. Στόχος σας είναι η φυσική επιβίωση και η κοινωνικότητα, ώστε να πετυχαίνετε τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια, με κάποια ελάχιστα ψήγματα ευημερίας. Το φυσικό περιβάλλον είναι σχετικά σταθερό εδώ και κάμποσες χιλιάδες χρόνια.

Υπάρχεις, με έναν τρόπο αυτόματο· είσαι ον που βασίζεται μόνο στο ένστικτο, μέσω του οποίου επιβιώνεις. Υπάρχεις, διαθέτοντας μία στοιχειώδη νόηση, όπως τόσα άλλα ζώα γύρω σου και κάποιες βασικές συγκινήσεις. Αντιδράς ταχύτατα, άμεσα, δεν σκέφτεσαι. Δυσκολίες έχεις, όπως και φυσικούς πόνους και δεν γνωρίζεις τι είναι φυσιολογικό και τι όχι, σε κανένα επίπεδο. Όπως και να φέρεσαι, είσαι ολόκληρος ένα ένστικτο. Ποτέ δεν αναρωτιέσαι “τι κάνω τώρα;” ή “τι μου συμβαίνει;”.
Ξαφνικά, τα πράγματα αλλάζουν. Τεράστιες και αδιάκοπες φυσικές και γεωλογικές μεταβολές συμβαίνουν γύρω σου. Ο κόσμος γίνεται μια συνεχής απειλή, η κοινωνική ζωή διαλύεται, το είδος σου απειλείται. Όλες σου οι αισθήσεις λειτουργούν με ένταση και χωρίς σταματημό, μέσα στον καταιγισμό των τόσο έντονων και απρόβλεπτων φυσικών ερεθισμάτων. Η ύπαρξη είναι πλέον μια μεγάλη δοκιμασία. Μοναδικός οδηγός σου το ένστικτο αυτοσυντήρησης, χωρίς όμως αυτό να επαρκεί για την επιβίωση. Κάτι πρέπει να αλλάξει.

Ώσπου επιτέλους, η εξέλιξη παίρνει τα ηνία και μέσω μίας εξελικτικής μετάλλαξης, το κρανίο σου μεγαλώνει. Ο εγκέφαλος χωρίζεται στα δύο, σε αριστερό και δεξί ημισφαίριο. Σχεδόν όλες οι ενστικτώδεις αντιδράσεις σου μειώνονται ή καταργούνται, αφού πλέον μπορείς να τις καθυστερείς κατά κάποια χιλιοστά του δευτερολέπτου, τα οποία απαραίτητα για να επικοινωνούν τα δύο εγκεφαλικά σου ημισφαίρια. Δεν είσαι πλέον έρμαιο του αυτοματισμού της ενστικτώδους απόκρισης στον κόσμο· κι ακόμη, αποκρίνεσαι με πιο σύνθετη συμπεριφορά σε ολοένα και δυσκολότερες καταστάσεις. Αυτές οι μικροκαθυστερήσεις, στη διάρκεια των οποίων, έστω και στοιχειωδώς, επεξεργάζεσαι την απόκρισή σου, αποτελούν το σπέρμα του φαινομένου που σήμερα ονομάζουμε “συνείδηση”.
Το είδος σου λοιπόν, φαίνεται να επιβιώνει. Συμβαίνει όμως και κάτι άλλο. Το κάθε μέρος του χωρισμένου στα δύο εγκεφάλου σου, έχει τη δυνατότητα να αναγνωρίζει το άλλο μισό του και έτσι αρχίζει να αναπτύσσεται σταδιακά η βασική και έκτοτε μη-αναστρέψιμη ψευδαίσθηση ότι έχεις να κάνεις με ένα άλλο πρόσωπο, ένα άλλο δικό σου κομμάτι, μέσα σου… Με άλλα λόγια, γεννιέται μία πρωταρχική, στοιχειώδης σχέση παρατήρησης (έστω και ελάχιστης), του ίδιου σου του Εαυτού.

Τα εξωτερικά ερεθίσματα όμως, είναι πάμπολλα και έντονα. Οι μικροκαθυστερήσεις που χρειάζονται για την επεξεργασία των ερεθισμάτων συσσωρεύονται και ανταγωνίζονται η μία την άλλη. Επίσης, οι ίδιες οι αντιδράσεις που επιλέγεις, οι οποίες δεν είναι πια ενστικτώδεις, δεν ακολουθούν τη σειρά των ερεθισμάτων που τις γεννούν, δεν ιεραρχούνται, μπερδεύονται μεταξύ τους. Εκτός αυτού, οι αποκρίσεις σου έχουν κάπως χάσει τη σπιρτάδα που είχαν όταν ήταν ενστικτώδεις, αμβλύνονται, αποδυναμώνονται. Πρέπει πλέον να παίρνεις αποφάσεις, κάτι που σε ενστικτώδες επίπεδο δεν υφίσταται. Η διαδικασία λήψης αποφάσεων γίνεται συχνά μία εσωτερική σύγκρουση, σαν το ένα μισό σου να στρέφεται εναντίον του άλλου μισού – γεγονός που βιώνεται ως μία πρωτόγνωρη, ανοίκεια και γι’ αυτό τρομαχτική οδύνη. Στο νευρικό σου σύστημα, οι λειτουργίες του αρχαϊκού μεταιχμιακού συστήματος (υπεύθυνου για τα ένστικτα, τις παρορμήσεις και τις βασικές συγκινήσεις), αρχίζουν να μάχονται τις λειτουργίες του φλοιού του εγκεφάλου. Γίνεσαι και πάλι αναποτελεσματικός και η επιβίωση και πάλι προβληματική. Νέος κίνδυνος, νέα απειλή για το είδος. Πρέπει και πάλι κάτι να αλλάξει.

Το να σε γυρίσει η εξέλιξη πίσω, εξαφανίζοντας τις μικρο-καθυστερήσεις και ξανακάνοντάς σε ένα ενστικτώδες ον, θα ήταν σίγουρο τέλος για το είδος σου, σε έναν τόσο ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο. Αντιθέτως, η εξέλιξη “προτιμά” να αυξήσει ακόμα περισσότερο τη χρονική απόσταση ανάμεσα στα εισερχόμενα ερεθίσματα και τις αποκρίσεις σου, αναπτύσσοντας περαιτέρω τη μέχρι τότε στοιχειώδη λειτουργία της συνείδησης. Περισσότερος χρόνος επεξεργασίας σημαίνει και μεγαλύτερο φάσμα πιθανών αποκρίσεων σε κάθε ερέθισμα, περισσότερες δυνατότητες και πολυπλοκότερους συνδυασμούς τους. Σημαίνει όμως και μεγαλύτερη σύγχυση, γιατί πλέον διαθέτεις περισσότερες επιλογές και η ανάγκη οργάνωσής τους είναι μεγαλύτερη.

Οπότε, η εξέλιξη δημιουργεί αναγκαστικά έναν ελεγκτικό μηχανισμό, το “εγώ” σου, το οποίο είναι σε θέση να ιεραρχεί και να οργανώνει τις αποκρίσεις στα διάφορα ερεθίσματα, διαθέτοντας πλέον περισσότερο χρόνο. Ακόμα και χωρίς να το κατανοείς σε βάθος, μπορείς πια να λες στοιχειωδώς “εγώ είμαι” και να γνωρίζεις ότι εννοείς εσένα τον ίδιο· φυσικά, έχεις πάντα διαθέσιμη τη λειτουργία της συνείδησης, η οποία όχι μόνο σου επιτρέπει να επεξεργάζεσαι ό,τι και όπως θέλεις, αλλά και να χτίζεις σε όλο και ανώτερα επίπεδα του νου σου, την αυτοσυναίσθησή σου. Μπορείς να μιλάς με τον εαυτό σου, να σκέφτεσαι, να επιλέγεις – όσο τρομακτικό κι αν είναι το κόστος αυτής της βασανιστικής βεβαιότητας, ότι πλέον υπάρχεις σαν να “είσαι” δύο σε ένα…

Σα να μην ήταν αρκετός ο πρωτογενής μου φόβος για τον εξωτερικό κόσμο… Τώρα, σε αυτόν προστίθεται και η ανάγκη να έχω γνώση του εσωτερικού μου διαλόγου, να “με” παρατηρώ, καθώς συνομιλώ με εμένα τον ίδιο… κάτι εξαιρετικά τρομακτικό, γιατί πρέπει να διατηρούμαι ως μια ενιαία οντότητα, η οποία, έχει αυτοσυναίσθηση και ταυτόχρονα επιβιώνει: “Εγώ, ξένος και φοβισμένος, σε έναν κόσμο που εγώ δεν ποτέ δεν έφτιαξα” (Housman, n.d.). Και γι’ αυτό χρειάζομαι τον έλεγχο. Γιατί πάντα έχω τον βασικό τρόμο ότι θα διαλυθώ· ότι θα σκορπιστώ σε χίλια κομμάτια· ότι θα χάσω όλα όσα σημαίνει το “εγώ είμαι”, ότι όσο και αν διπλώνομαι στην κοιλιά μου, τα σπλάχνα μου θα ξεχυθούν και θα σκορπίσουν. Σαν ένα ξύλινο βαρέλι του οποίου τα σιδερένια στεφάνια σπάζουν κι αυτό ανοίγει, κομματιάζεται, μη μπορώντας πια να συγκρατεί το περιεχόμενο του. Με άλλα λόγια, νιώθω τη διαρκή απειλή του θανάτου μου, ως οντότητα που κινδυνεύει διαρκώς να χάσει τη συνοχή της και να εκραγεί. Κάθε κίνδυνος, εσωτερικός ή εξωτερικός, διεγείρει αυτόν τον αρχέγονο τρόμο της απώλειας του ελέγχου αυτού που είμαι, της αδυναμίας μου να συγκρατήσω ό,τι με συνθέτει σε μία ενιαία ολότητα, ενώ παράλληλα επιβιώνω.

Από δω και πέρα, ακριβώς για να ξορκίσω αυτόν τον τρόμο και να είμαι μία ακέραια μονάδα, ανέπτυξα πολυάριθμες και πολυεπίπεδες ψυχολογικές λειτουργίες. Τη μνήμη, τη φαντασία, την επιθετικότητα, τη δημιουργικότητα, τον συμβολισμό, την αξιολόγηση, την ικανότητα να προσδίδω το δικό μου νόημα στα πράγματα, μία οξυμένη αίσθηση της χρονικότητας, που μου έμαθε τι σημαίνει ιστορία του παρελθόντος και προσμονή του μέλλοντος, επεδίωξα να ζω σε οργανωμένες κοινωνίες, εφηύρα τελετουργίες, ανέπτυξα αφηγηματικότητα με την οποία προδίδω συνέχεια στη ζωή μου, όρισα ηθικούς κώδικες και έφτιαξα έναν κόσμο αξιών, επινόησα κανόνες για να τον διατηρώ, τιμωρώ και αποστρέφομαι ό,τι τον απειλεί, ορίζοντάς το ως “αμαρτία” και αδιάκοπα παλεύω να ελέγχω τον εαυτό μου, τα πάντα γύρω μου, και τους διαρκώς επερχόμενους και απερχόμενους θεούς.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>

3.2.  Η συνείδηση δεν είναι ταυτόσημη με το “εγώ είμαι” ή με το “έχω αυτοσυναίσθηση”.

>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
*** (α) Η συνείδηση είναι ένα μικρό μέρος της νοητικής μας ζωής (Jaynes, 1993). Υπάρχει απειρία νοητικών λειτουργιών, των οποίων δεν έχουμε συνείδηση – άρα, όταν λέμε “νους” δεν είναι κάτι ταυτόσημο με τη συνείδηση. Άλλωστε ούτε ολόκληρη η ζωή μας βρίσκεται μόνο στο νου μας… Σήμερα, γνωρίζουμε πως το σώμα μας είναι πάρα πολλά άλλα πράγματα εκτός από ένα απλό κανάλι ροής αισθητηριακών μηνυμάτων και πως είναι, κατά μία έννοια, η βάση της δημιουργίας της πρωταρχικής μας ατομικότητας (βλ. 4.1).
*** (β) Κάτω από οποιαδήποτε αίσθηση προσωπικής ύπαρξης και συνειδητής πράξης, βρίσκεται ως μία βασική της δομή η πρωτογενής αίσθηση Εαυτού, η διαρκής βεβαιότητα πως εγώ ο ίδιος είμαι το υποκείμενο της εμπειρίας μου (βλ. 4.2).
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>

4.2.  Η σύμπραξη νου και σώματος για τη δημιουργία της πρωταρχικής αίσθησης Εαυτού και της ύπαρξης σε πρώτο πρόσωπο.

>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Για να έχουμε επίγνωση της ύπαρξής μας, το στοιχειώδες αίσθημα του Εαυτού πρέπει (α) να προσδίδει μία ενιαία υποκειμενική προοπτική πρώτου προσώπου σε όλες αυτές τις εικόνες και (β) να είναι σταθερό, ώστε να προσδίδει συνέχεια και υποκειμενικότητα στην επεξεργασία των αισθητηριακών ερεθισμάτων που φτάνουν στον εγκέφαλο.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Τον ρόλο αυτού του σταθερού σημείου αναφοράς, δεν μπορεί να παίξει κάποιος χάρτης που γίνεται με υλικό από την “έξω” φυσική πραγματικότητα. Ο λόγος είναι πως, αν οι αισθήσεις, οι οποίες προμηθεύουν αυτό το υλικό δυσλειτουργήσουν, ο σταθερός αυτός χάρτης θα είναι παραμορφωμένος. Δεν υπάρχει καμία βέβαιη σύνδεση ανάμεσα σε ό,τι βλέπω αυτή τη στιγμή και στο πώς αυτό σχηματοποιείται στον εγκέφαλό μου – ανά πάσα στιγμή η σύνδεση αυτή μπορεί να μεταβληθεί. Επίσης, επειδή ολόκληρο το σώμα μου αλλάζει διαρκώς, σε όλα τα επίπεδα, το σχήμα του δεν είναι κάτι σταθερό· επομένως ούτε η χαρτογράφηση της εξωτερικής μας εικόνας καλύπτει τις ανάγκες σταθερότητας του χάρτη που αναζητούμε.

Όμως υπάρχει κάτι λιγότερο ή περισσότερο σταθερό, που σχετίζεται με το σώμα μας. Είναι οι εσωτερικές του λειτουργίες, η χημεία του. Αποτελούν ένα λίγο έως πολύ σταθερό, έμφυτο σύστημα, γιατί, μεγάλες αποκλίσεις αυτών των λειτουργιών, σημαίνουν αρρώστια ή θάνατο. Έτσι, ο εγκέφαλός μας κατασκευάζει χάρτες εκπληκτικής ακρίβειας των μικρομεταβολών που συμβαίνουν διαρκώς στο εσωτερικό των σωμάτων μας.
Όλα όσα πραγματικά συμβαίνουν στο σώμα μας, αντιστοιχούν επακριβώς σε ό,τι αυτοί οι ακριβέστατοι χάρτες απεικονίζουν πως συμβαίνει στο σώμα μας. Άλλωστε, γι’ αυτό οι περιοχές του εγκεφάλου, που ρυθμίζουν τις διαφορετικές λειτουργίες του σώματος στις καταστάσεις που βιώνουμε, εμπιστεύονται αυτές τις τρομερά ακριβείς χαρτογραφήσεις του εσωτερικού του.

Επίσης, είναι αυτοί ακριβώς οι χάρτες που συνθέτουν τη βάση για να αναπτυχθεί μία θεμελιώδης αίσθηση ύπαρξης σε πρώτο πρόσωπο, δηλαδή, τα πρώτα μη συνειδητά επίπεδα ενός κατά τον Damasio “πυρηνικού Εαυτού” (“proto” – “core self”), o οποίος χαρακτηρίζει όλους εμάς τους ανθρώπους, από τη στιγμή που γεννιόμαστε. Από αυτή τη βάση, πηγάζει η ανάπτυξη όλων των πτυχών της πιο σύνθετης υπαρξιακής μας αυτοσυναίσθησης (του τρόπου με τον οποίο ορίζουμε σε ανώτερα επίπεδα του νου μας την ύπαρξή μας). Αυτός ο πρωτογενής και ενσώματος Εαυτός μας:

*** (α) Δημιουργείται με τη γέννησή μας (βλ. 10.5).
*** (β) Αναπτύσσεται σε ένα μόνο και στοιχειώδες επίπεδο οργάνωσης της ροής της εμπειρίας μας. Για την ακρίβεια, “είναι” η ίδια μας η αυτοσυναίσθηση στον πρώτο καιρό της ζωής μας. Αυτό σημαίνει πως συνδέεται άμεσα με τη ροή της εμπειρίας μας και δεν αντιστοιχεί σε κάποια αφηρημένη οντότητα Εαυτού.
*** (γ) Συνεχίζει να υφίσταται σε όλη μας τη ζωή, ως η σταθερή αόρατη βάση επάνω στην οποία δομούμε σε πολλαπλά επίπεδα, καθώς προχωρούμε ηλικιακά, τις πολύ συνθετότερες μορφές Εαυτού της ενήλικης ζωής μας (Gallagher & Zahavi, 2012 – βλ. όλο το Κεφάλαιο 10). Για παράδειγμα, μεγαλώνοντας, εμείς οι άνθρωποι χτίζουμε έναν αυτού του είδους σύνθετο Εαυτό, τον οποίο ο Damasio (1999) ονομάζει “αυτοβιογραφικό”· και ο οποίος δεν προκύπτει βιολογικά, αλλά από τη συλλογική ζωή με άλλους ανθρώπους.
*** (δ) Μας δίνει την αίσθηση ότι είμαστε οι ιδιοκτήτες της εμπειρίας μας· βέβαια, διευκρινίζεται πως, λέγοντας “κατέχω την εμπειρία μου” δεν εννοείται ότι την κατέχω όπως ένα φυσικό αντικείμενο, ένα σπίτι, ένα αυτοκίνητο, αλλά μάλλον πως οι εμπειρίες που έχω παρουσιάζονται διαφορετικά (αλλά όχι και απαραίτητα “καλύτερα”) σ’ εμένα από ό,τι σε οποιονδήποτε άλλον (Gallagher & Zahavi, σ. 226).
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>

 

4.3.  Στην ενσώματη μικροδομή της ανθρώπινης εμπειρίας: η παροντική στιγμή ως η μονάδα των βιωμάτων μας.

>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Η εμπειρία μας βασίζεται σε τέτοιες αλληλοδιάδοχες μονάδες ρέοντος παρόντος, οι οποίες έχουν συγκεκριμένο χρονικό εύρος (1-12 περίπου δευτερόλεπτα – περίπου δηλαδή όσο η διάρκεια μιας μέσης φράσης, ενός στίχου) και αποτελούν ένα ελάχιστο νοηματοδοτημένο όλον εμπειρίας· ο Frank Staemmler το ονομάζει “ενσωματωμένα αισθητηριακά τώρα” (“integrated sensory nows”), ενώ ο Daniel Stern (2004) το ονομάζει “παροντική στιγμή” (“present moment”).

>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Η παροντική στιγμή, είναι η ελάχιστη υποκειμενική και ψυχολογική μονάδα των διαδικασιών δόμησης του προσωπικού μας κόσμου. Είναι ένα ελάχιστο όλον αισθητηριακών παροντικών ερεθισμάτων το οποίο μπορεί να αποκτήσει κάποιο νόημα ως εμπειρία, ένα ελάχιστο επεισόδιο βιωμένου παρόντος. Η παροντική στιγμή παίρνει τις ακολουθίες απειροελάχιστων ανεξάρτητων γεγονότων, που αποτελούν οι μεμονωμένες στιγμές χρόνου και τις συρράπτει· τις συναρθρώνει μεταξύ τους σε ευρύτερες συμπαγείς μονάδες υποκειμενικού χρόνου, οι οποίες είναι πιο εύχρηστες στις διαδικασίες προσαρμογής μας στις καταστάσεις της καθημερινής ζωής.

Με την παροντική στιγμή μεταβολίζουμε σε εμπειρία τα καθημερινά μικρογεγονότα, αποτελούμενα από σειρές ελάχιστων αλλαγών – συνδέουμε μεταξύ τους αυτά τα μικρογεγονότα σε μία συνεχή ροή. Αν δεν το κάναμε αυτό, δεν θα μπορούσαμε να προσαρμοστούμε σε έναν αενάως μεταβαλλόμενο κόσμο: αν στην ανθρώπινη αντίληψη του χρόνου δεν είχε κάποιο όριο, δεν θα μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε τις συνεχείς και ταχύτατες μεταβολές αυτού του κόσμου (Stern).

Η παροντική στιγμή κατά έναν τρόπο, του οποίου η περιγραφή ξεφεύγει από τα όρια αυτού του κειμένου, περιλαμβάνει μέσα στο τόσο μικρό χρονικό της πάχος, τον απόηχο αυτού που μόλις συνέβη, αυτό που τώρα, άμεσα, συμβαίνει καθώς και μία θολή αίσθηση αυτού που μάλλον έρχεται αμέσως μετά. Έτσι, καθώς οι παροντικές στιγμές ρέουν, εξασφαλίζεται το συνεχές της εμπειρίας μας.

Οι στοιχειώδεις αυτές μονάδες νοηματοδοτημένης και συνεχούς εμπειρίας, για τον Stern, φαίνεται να σχηματίζονται με τον εξής συναρπαστικό τρόπο.

Καθώς ένα αισθητηριακό ερέθισμα εξελίσσεται χρονικά ενόσω το αντιλαμβανόμαστε, συμβαίνουν μικρές και σύντομες μεταβολές των γνωρισμάτων του (έντασης, ποιότητας κλπ). Ο συνδυασμός αυτών των μεταβαλλόμενων γνωρισμάτων όλων των αισθητηριακών ερεθισμάτων που ενσωματώνονται για να συγκροτήσουν μία παροντική στιγμή, είναι μοναδικός· έτσι, κάθε ερέθισμα χαρακτηρίζεται στην ανάπτυξή του από ένα μοναδικό “χρονικό περίγραμμα” (“temporal contour”). Άρα, μία συγκεκριμένη παροντική στιγμή, έχει επίσης μία μοναδική και ανεπανάληπτη ταυτότητα ως προς το πώς εξελίσσονται στον χρόνο τα διάφορα γνωρίσματά της. Ένας εκρηκτικός ήχος αναπτύσσεται διαφορετικά από ό,τι ένας ήχος που δυναμώνει σταδιακά, κορυφώνεται και σβήνει επίσης σταδιακά.

Αυτή η μοναδική για κάθε παροντική στιγμή ταυτότητα ενσώματης – αισθητηριακής προέλευσης (δηλαδή το “χρονικό περίγραμμά” της), μεταφράζεται από το νευρικό μας σύστημα σε αλυσίδες στοιχειωδών αισθημάτων (affects), τα οποία, όπως ήδη σημειώσαμε, δεν εισέρχονται στη συνείδησή μας. Ο Stern (σ. 64) ονομάζει αυτές τις αλυσίδες “ζωτικά αισθήματα” (“vitality affects”). Η ελάχιστη αυτή συγκινησιακή και συνήθως μη συνειδητή ακολουθία, η οποία γεννιέται από την “αισθητηριακή ταυτότητα” της παροντικής στιγμής ενόσω η παροντική στιγμή ρέει στον ελάχιστο χρόνο ζωής της, συνιστά και τη βάση της συναισθηματικής μας ζωής.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>

 

4.4.  Η φανερή και η άδηλη “ατζέντα” του “εδώ και τώρα” της προσωπικής μας πραγματικότητας.

>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Οι άδηλες παροντικές στιγμές συντίθενται ενόσω εξελίσσεται η εμπειρία, βήμα προς βήμα και είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Οι άδηλες παροντικές στιγμές δεν έχουν συστατικά που αναφέρονται σε ανώτερες νοητικές διαδικασίες και δεν καταγράφονται στη συνείδηση. Ένα κύριο χαρακτηριστικό τους είναι τα ζωτικά αισθήματα, τα οποία παράγονται καθώς μεταβάλλονται στον χρόνο τα γνωρίσματα των αισθητηριακών ερεθισμάτων που αποτελούν το βίωμά μας και ο εγκέφαλος μεταφράζει αυτές τις μεταβολές σε αλυσίδες στοιχειωδών συγκινήσεων (βλ. την προηγούμενη ενότητα). Έτσι, ο άδηλες παροντικές στιγμές αναφέρονται κατά κύριο λόγο στο σώμα μας και στη συμμετοχή του σε ό,τι και αν κάνουμε, κινούμενοι ή ακίνητοι, αφού το σώμα μας είναι η πύλη των “έσω” ή “έξω” αισθητηριακών ερεθισμάτων που αποτελούν τη βάση κάθε εμπειρίας μας.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Υπάρχουν και παροντικές στιγμές που γίνονται αντιληπτές στη συνείδησή μας· τέτοιες παροντικές στιγμές, εκτός από τα ζωτικά τους αισθήματα, χαρακτηρίζονται και από κάποια στοιχεία που καταγράφονται από τις νοητικές μας διαδικασίες – αποκτούν σχήμα το οποίο κατανοούμε με τη συνείδησή μας. Αυτές οι παροντικές στιγμές συρράπτονται μεταξύ τους, συγκροτώντας όλο και μεγαλύτερους κρίκους εμπειρίας· καθώς συνθέτουν ολόκληρες βιωματικές ακολουθίες, προχωρούν στα ανώτερα επίπεδα της συνείδησής μας, συνδυάζονται, παίρνουν όλο και πιο συγκεκριμένο σχήμα στα νου μας και τελικά συγκροτούν τις μεγάλες αλυσίδες των πλέον πολύπλοκων και γνωστικά κατανοητών από εμάς εμπειριών.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Τελικά, η προσωπική μας πραγματικότητα είναι σαν μία νησίδα στον ωκεανό: βλέπουμε τον όγκο της πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, αλλά δεν βλέπουμε το τεράστιο μέρος της κάτω από την επιφάνεια ως τον πυθμένα του ωκεανού, το οποίο στηρίζει το ορατό της κομμάτι. Ωστόσο, η νησίδα μας είναι ένα αδιάσπαστο όλον: νησίδα είναι το ορατό αλλά και το αόρατο για μας μέρος αυτού του όλου.
Μπορεί να ακούγεται τρομακτικό ή και μεγαλειωδώς θαυμαστό, αλλά η προσωπική μας πραγματικότητα δεν είναι μόνον η συνειδητή μας ύπαρξη· μέρος της είναι και ό,τι άλλο λειτουργεί στο υπόστρωμά της, για να τη δημιουργήσει.

Αν πιστέψουμε ότι ο κόσμος είναι μόνον ό,τι κατανοούμε συνειδητά (όπως συνέβαινε με το είδος μας μέχρι πριν λίγες δεκαετίες), θα ήταν σαν να λέγαμε πως το σπίτι μας δεν έχει θεμέλια επειδή δεν τα βλέπουμε, ή πως τα θεμέλια δεν είναι μέρος του σπιτιού μας. Ανάλογα, θα ήταν σαν να λέγαμε ότι ο υποατομικός κόσμος των κβαντικών πεδίων δεν υπάρχει, επειδή δεν τον βλέπουμε· ή, ότι δεχόμαστε την ύπαρξή του, αλλά επιχειρούμε να την κατανοήσουμε με τα μέτρα και τα σταθμά της δικής μας κλίμακας (ό,τι έγινε με τις αποτυχημένες προσπάθειες της νευτώνειας φυσικής να ερμηνεύσει την υποατομική πραγματικότητα).
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>

 

4.5.  Η πλεξίδα συγκινησιακού και γνωστικού νοήματος.

>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Έτσι, το τελικό ψυχολογικό νόημα που χρειάζεται κάποιο γεγονός της αλληλεπίδρασής μας με τον φυσικό κόσμο, για να γίνει μέρος της προσωπικής μας πραγματικότητας, δεν είναι μόνο γνωστικό αλλά είναι επίσης συγκινησιακό (Stern, 2004): ό,τι αντιλαμβανόμαστε να σχηματοποιείται στα ανώτερα στρώματα του νου μας, έχει “βιωθεί” πρωταρχικά σε ένα θεμελιώδες και μη συνειδητό επίπεδο μικρο-συγκινήσεων. Για την ακρίβεια, η γνώση (η “νόηση” – “cognition”), είναι ένας δευτερογενής μετασχηματισμός της πρωτογενούς μας αίσθησης του “είμαι-μέσα-στον-κόσμο” και είναι εφικτή και πραγματοποιήσιμη γιατί, ήδη, είμαστε μέσα στον κόσμο (Gallagher & Zahavi 2012, σ. 172).
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Εισπράττοντας λοιπόν τη φυσική πραγματικότητα, δεν την ερμηνεύω στον συνειδητό νου μου μόνο με βάση την προηγούμενη γνώση μου· τη μεταποιώ επίσης στη βάση των μη συνειδητών βιωματικών στοιχείων που παράγει ζωντανά, κάθε στιγμή, το σώμα μου. Οπότε, έχουμε πλέον νέες προοπτικές για το πώς λειτουργεί η ανθρώπινη αντίληψη· συγκεκριμένα, δεν μπορούμε πλέον να θεωρούμε την αντίληψη ως ένα απλό στιγμιαίο φαινόμενο πρόσληψης αισθητηριακών ερεθισμάτων, τα οποία εμείς, με την ησυχία μας, επεξεργαζόμαστε νοητικά μετά την πρόσληψή τους.

Αντίθετα, οι Gallagher & Zahavi (σ. 110) προτείνουν μία διευρυμένη, φαινομενολογική προσέγγιση της αντίληψής μας, ως μία ενσώματη διαχείριση του περιβάλλοντος. Κύρια σημεία της είναι τα εξής: η αντίληψη είναι ένα μη στιγμιαίο, ενιαίο και σύνθετο φαινόμενο, το οποίο εξελίσσεται μέσα στον χρόνο και διαθέτει τόσο παθητικές όσο και ενεργητικές όψεις· η ενεργητική περιοχή της αντίληψης περιλαμβάνει κινητικές και ενσώματες διαδικασίες· η αντίληψη δεν νοείται χωρίς την κιναισθητική, ιδιοδεκτική και μη συνειδητή επίγνωση του ενσώματου “είμαι” (του θεμελιώδους αισθήματος Εαυτού – βλ. 4.2), η οποία προσδίδει πάντα μία ταυτότητα πρώτου προσώπου (δρώντος υποκειμένου) σε οποιαδήποτε αντιληπτική διαδικασία· περιλαμβάνει, από την πρώτη κιόλας στιγμή, τις προσωπικές βιωματικές αποχρώσεις που δίνει ο παρατηρητής στο παρατηρούμενο (και νοητικά και ενσώματα).

Τελικά, η αντίληψη είναι μία “πράξη” που εμπλέκει ταυτόχρονα το άτομο και τον κόσμο, αφού φαινομενολογικά και τα δύο αυτά μέρη είναι αδιαχώριστα. Παράλληλα, στην προσέγγιση αυτή, η ίδια η φύση της αντίληψής μας δεν μάς επιτρέπει να γνωρίσουμε “πραγματικά” κάποια υποτιθέμενη καθαρή “αλήθεια” του κόσμου: από την πρώτη στιγμή που συλλαμβάνουμε με τις αισθήσεις μας κάτι από τη φυσική πραγματικότητα, ήδη γίνεται η μη συνειδητή επεξεργασία του στην προσωπική μας πραγματικότητα.
Δημιουργούμε τις δικές μας εκδοχές του κόσμου, από την ίδια κιόλας στιγμή που τον αγγίζουμε, καθώς η ψυχολογικά νοηματοδοτημένη εμπειρία μας κατασκευάζεται ενεργητικά μέσω της συνεργασίας του νου και των σωμάτων μας (Stern, 2004), μέσω της διαρκούς σύμπλεξης γνωστικού και συγκινησιακού νοήματος.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Όλα τα παραπάνω σημαίνουν πως η διέγερση, η λάμψη της εμπειρίας μας, δεν οφείλεται μόνο σε ό,τι “καταλαβαίνουμε” με το νου μας· στο σπινθηροβόλημα των βιωμάτων μας παίζουν τεράστιο ρόλο και όσα συμβαίνουν μη συνειδητά στη νησίδα της προσωπικής μας πραγματικότητας. Μερικοί από τους λόγους, είναι οι εξής:
*** (α) Τα άδηλα βιωματικά στοιχεία που παράγονται καθώς ένα ερέθισμα περνά την πύλη των αισθήσεών μας, γεννούν συγκινησιακές δονήσεις (νόημα) σε ό,τι βιώνουμε – αν και δεν “καταλαβαίνουμε” αυτό το νόημα, το βιώνουμε, εφόσον αποτελεί τη βάση των διαφορετικών διαθέσεών μας.
*** (β) Ενόσω κάθε νέα εμπειρία αναπτύσσεται, οι κρίκοι και οι αλυσίδες της συντονίζονται διαρκώς, μη συνειδητά, με διάφορες περιοχές του μέχρι σήμερα εαυτού μας, ώστε σταδιακά, να πλεχτεί η πλεξίδα του γνωστικού και συγκινησιακού νοήματος της δομούμενης εμπειρίας.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Η προσέγγιση της ανθρώπινης εμπειρίας μέσω της ιδέας των ελάχιστων μονάδων της, των παροντικών στιγμών, φανερώνει τους θαυμαστούς τρόπους, με τους οποίους νους, σώμα/αισθήσεις και συναισθήματα διαπλέκονται μεταξύ τους σε κάθε βίωμά μας είτε περνά στη συνείδησή μας είτε όχι.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Αυτός ο τρόπος συνεργασίας μικροδομής και μακροδομής των βιωμάτων μας, αναφέρεται και στη σταδιακή σύνθεση τόσο του γνωστικού όσο και του συγκινησιακού τους νοήματος. Πράγματι, στην αρχή της σύνθεσης ενός βιώματος, μπορούμε να μιλήσουμε για στοιχειώδη αισθήματα· πρόκειται για μικροσυγκινήσεις που βιώνονται απευθείας ως σωματικές αποκρίσεις χωρίς να περνούν στη συνείδησή μας, αφού η σύμπραξη νου και σώματος που παράγει τα στοιχειώδη αυτά αισθήματα, δεν περιλαμβάνει συνειδητές διαδικασίες. Όσο το βίωμα εξελίσσεται, κάποια στοιχεία του περνούν στο εργαστήριο της συνείδησης και έχουμε τα πρώτα ψήγματα γνωστικού νοήματος.

Αυτοί οι αρχικοί κόμβοι γνωστικού νοήματος, επιδρούν στη δημιουργία των επόμενων στοιχείων του βιώματος, τα οποία αναφέρονται και πάλι στο επίπεδο της μικροδομής του. Καθώς το συγκινησιακό νόημα της εμπειρίας μας ενισχύεται, μέσω της ανάπτυξης όλο και ευρύτερων βιωματικών αλυσίδων (στις οποίες συμμετέχει πλέον καθοριστικότατα και η συνείδηση), μπορούμε να μιλήσουμε για συγκινήσεις. Και, κάποια στιγμή, μπορούμε επίσης να μιλήσουμε για συναισθήματα και διαθέσεις, όπου οι βιωματικές αλυσίδες και η διαπλοκή συγκινησιακού και γνωστικού νοήματος υφίστανται ακόμα περισσότερη και ανώτερη επεξεργασία, σε όλο και ανώτερα επίπεδα.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>


Ο χορός των θαυμάτων:
τα μεγάλα ταξίδια στα μικρά βήματα

[668 σελίδες]  [A4: 17,2 X 24,5 cm]
2η έκδοση, ISBN 978-618-83861-5-0
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ ΕΝΤΥΠΟΥ, 2019

1η έκδοση, ΡΩΜΗ, 2017.

Εγγραφή στο Newsletter

You can change your mind at any time by clicking the unsubscribe link in the footer of any email you receive from us, or by contacting us at [email protected]. We will treat your information with respect. For more information about our privacy practices please visit our website. By clicking below, you agree that we may process your information in accordance with these terms.

We use Mailchimp as our marketing platform. By clicking below to subscribe, you acknowledge that your information will be transferred to Mailchimp for processing. Learn more about Mailchimp's privacy practices here: https://mailchimp.com/legal/

 Newsletter Permissions * :